Η ύπαρξη και χρήση των πρώτων σταθερών συστημάτων ασφάλισης κουτιών τοποθετείται χρονικά στα χρόνια του Φαραώ της Αιγύπτου Ραμσή B', ενώ αργότερα, οι αρχαίοι Ρωμαίοι υπήρξαν εκείνοι οι οποίοι αποδεδειγμένα χρησιμοποίησαν συστήματα ασφάλισης κουτιών με ειδικά κλειδιά προς φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων, εγγράφων κ.α.. Στα χρόνια της Αναγέννησης, καινοτόμα ενισχυμένα σεντούκια με κλειδαριές που τα καθιστούσαν ασφαλή έκαναν την εμφάνισή τους. Κατά τον 18ο αιώνα, το χρηματοκιβώτιο είχε πλέον λάβει, εν πολλοίς, την μορφή που όλοι γνωρίζουμε, με την ταυτόχρονη χρήση πιο εξειδικευμένων κλειδιών αλλά και συστημάτων κουδουνιών (σσ. ένας συναγερμός πρώιμου τύπου). Στα 1800, ο όρος "safe" χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Βρετανούς περιγράφοντας ένα κουτί, κελί ή ντουλάπι ανθεκτικό στην κλοπή, το οποίο επίσης παρείχε αντιπυρική προστασία καθώς επίσης προστασία σε περίπτωση κατάρρευσης του κτιρίου (σσ. σε εποχές όπου οι πυρκαγιές σε οικίες και καταστήματα και οι επακόλουθες καταρρεύσεις κτιρίων συνέπεια της φωτιάς ήσαν αρκετά συχνές). Αρχικά, τα χρηματοκιβώτια υπήρξαν συχνά εντοιχισμένα ντουλάπια στα οποία τοποθετείτο μια σιδερένια πόρτα για ασφάλεια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1830, ο μηχανικός William Marr, με έδρα στην ιστορική οδό Cheapside στο Λονδίνο, εισήγαγε το θεωρούμενο ως πρώτο πυράντοχο χρηματοκιβώτιο με διπλά τοιχία και ειδική μόνωση μεταξύ αυτών, αποκτώντας μάλιστα σχετικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Στα χνάρια του William Marr βάδισαν γρήγορα ο σιδηρουργός / κλειθροποιός Charle Chubb (1779 – 1846) από το Fordingbridge του Hampshire ο οποίος ίδρυσε την εταιρία Chubb Locks & Safes (1835) δραστηριοποιούμενος αρχικά στο Wolverhampton και μετέπειτα στο Λονδίνο και ο κυτιοποιός / χαλκουργός Thomas Milner με καταγωγή από το Sheffield, ο οποίος ασχολείτο με την ασφάλιση κουτιών για πελάτες όπως ο Δούκας του Wellington από τα μέσα της δεκαετίας του 1820, πλην όμως ίδρυσε την εταιρία του Thomas Milner and Son στην πόλη του Liverpool κατά το έτος 1830. Ως πρωτοπόρος της βρετανικής βιομηχανίας κατασκευής χρηματοκιβωτίων καταγράφεται επίσης η εταιρία Tann and Sons, με τον πατριάρχη της οικογενείας σιδηρουργό Edward Tann να αναφέρεται ως κατασκευαστής σιδερένιων σεντουκιών από τα 1790 και τον υιό του, συνονόματό του Edward, ο οποίος το 1843 ανέπτυξε και κατοχύρωσε μια εξελιγμένη κλειδαριά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως η πλειοψηφία των γνωστών βρετανικών εργοστασίων κατασκευής χρηματοκιβωτίων μαζί με τις σχετικές ευρεσιτεχνίες τους εμφανίστηκαν στην Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου του έτους 1851.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, εκτός από τους Βρετανούς, ανάλογη βιομηχανία κατασκευής χρηματοκιβωτίων είχαν να επιδείξουν οι Σουηδοί (σσ. ενδεικτικά αναφέρεται η εταιρία EA Rosengrens Kassaskåpsfabrik με έδρα το Göteborg, η οποία ουσιαστικά αντέγραφε αντίστοιχα βρετανικής κατασκευής χρηματοκιβώτια και τα πωλούσε στην εγχώρια αγορά). Αντίστοιχη βιομηχανία κατασκευής χρηματοκιβωτίων, καταγράφηκε στην τότε Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία, όπου εμφανίστηκαν εταιρίες όπως λ.χ. εκείνη των Franz Freiherr von Wertheim (1814 – 1883) και Friedrich Wiese, με έτος ίδρυσης το 1852, η οποία κατασκεύαζε πυράντοχα και αντικλεπτικά (ανθεκτικά στη διάρρηξη) χρηματοκιβώτια.
Στην Ελλάδα και κατ'επέκτασιν στην Αθήνα και στον ανερχόμενο βιομηχανικά Πειραιά του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, τράπεζες, διάφορες εταιρίες, επιχειρηματίες, εργοστασιάρχες, εμπορικοί οίκοι αλλά και αριστοκράτες, πλούσιοι αστοί και ιδιώτες, ένιωθαν ολοένα και μεγαλύτερη ανάγκη να διασφαλίσουν πολύτιμα έγγραφα, χρήματα και κοσμήματα εντός ασφαλών εγκαταστάσεων αποθήκευσης. Τα πρώτα χρηματοκιβώτια που χρησιμοποιήθηκαν στην Ελλάδα προήλθαν σίγουρα από το εξωτερικό. Με το πέρασμα των χρόνων, εμφανίστηκαν οι πρώτοι Έλληνες κατασκευαστές, κυρίως ιδιοκτήτες μηχανουργείων / χυτηρίων, σιδηρουργείων και πλαστιγγοποιείων, οι οποίοι αντιγράφοντας αντίστοιχα προϊόντα από το εξωτερικό, προσέφεραν στο εγχώριο κοινό εφάμιλλα αλλά πιο οικονομικά χρηματοκιβώτια προς κάλυψη των αναγκών τους.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το Εργοστάσιο Πλαστίγγων του Κωνσταντίνου Κακαβούλη και μετέπειτα του υιού του, Δημητρίου Κ. Κακαβούλη, ευρισκόμενο επί της οδού Καποδιστρίου, "παρά τον σταθμόν του σιδηροδρόμου", το οποίο φέρεται να είχε ιδρυθεί το 1870, αναλάμβανε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 πάσης φύσεως σιδηρουργική εργασία, εξελισσόμενο σταδιακά προς τα μέσα της δεκαετίας του 1890 σε οίκο κατασκευής χρηματοκιβωτίων.
Την ίδια εποχή πάντως, στον Πειραιά πωλούνταν εισαγόμενα, αυστριακής κατασκευής, πυραμυντικά και αδιάρρηκτα χρηματοκιβώτια, όπως φανερώνει το κάτωθι αρχειακό τεκμήριο μέσα από τις σελίδες του πειραϊκού Τύπου του έτους 1881.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1890, οι σελίδες του πειραϊκού Τύπου κατακλύζονταν από διαφημιστικές καταχωρήσεις όπως η κάτωθι ενδεικτική, η οποία αναφέρεται στο Εργοστάσιον Άκαυστων Χρηματοκιβωτίων του Κωνσταντίνου Τ. Κακαβούλη, ευρισκόμενο "παρά το αμαξοστάσιον", το οποίο κατασκεύαζε, εκτός από πλάστιγγες και κλίνες, χρηματοκιβώτια διαφόρων συστημάτων, άκαυστα και αδιάρρηκτα.
Την ίδια εποχή καταγραφόταν επίσης εν λειτουργία το Εργοστάσιον Πλαστίγγων Χρηματοκιβωτίων και Κλινών του Γεωργίου Κ. Κακαβούλη, επί της οδού Καποδιστρίου, "παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν", το οποίο κατασκεύαζε / επισκεύαζε δεκαδικές και εκατονταδικές πλάστιγγες, κλίνες από σφυρήλατο σίδερο και βεβαίως χρηματοκιβώτια ανωτάτου αγγλικού συστήματος με πενταετή εγγύηση.
Περισσότερες πληροφορίες για τους κατασκευαστές χρηματοκιβωτιών Κακαβούλη μπορείτε να διαβάσετε στο σχετικό ξεχωριστό αναλυτικό αφιέρωμα του παρόντος ιστολογίου εδώ.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, σύμφωνα με στοιχεία εκ πρωτογενούς έρευνας σε σχετικούς Οδηγούς, στον Πειραιά καταγράφονταν τα πλαστιγγοποιεία των Κωνσταντίνου Κακαβούλη, στην οδό Πλούτωνος 10, και του Ελευθερίου Πάγκαλου, στην οδό Δραγατσανίου. Εξ αυτών, το "Πρωτότυπον Εργοστάσιον Χρηματοκιβωτίων Ακαύστων του Κωνσταντίνου Τ. Κακαβούλη" κατασκεύαζε χρηματοκιβώτια κατασκευαζόμενα κατά τα πρότυπα και τις προδιαγραφές του προαναφερομένου βιεννέζικου εργοστασίου του Franz Wertheim και του γνωστού λονδρέζικου οίκου κατασκευής χρηματοκιβωτίων Milner's!
Επίσης, αρχής γενομένης από την άνοιξη του έτους 1900, το προαναφερθέν Εργοστάσιον Πλαστίγγων Χρηματοκιβωτίων και Κλινών του Γεωργίου Κ. Κακαβούλη πέρασε στην πλήρη δικαιοδοσία και ιδιοκτησία της κόρης του, Ελένης Γ. Κακαβούλη.
Πέραν τούτου, την ίδια εποχή, συνεχίζονταν οι αθρόες εισαγωγές ξένης κατασκευής προϊόντων, όπως λ.χ. των χρηματοκιβωτίων νέου συστήματος με την επωνυμία "Ο 20ος αιών" ("The Twentieth Century Safe"), του εργοστασίου George Price Ltd. από το Wolverhampton της Αγγλίας, τα οποία πωλούνταν εν Πειραιεί "παρά τω γενικώ αντιπροσώπω για την Ελλάδα και την Κρήτην" Ε. Μπονισέλ, στον αριθμό "9" της εμπορικής οδού Τσαμαδού.
Λίγα χρόνια αργότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις σελίδες του Πλήρους Οδηγού του Πειραιώς του 1906-1907, στην πόλη λειτουργούσαν πλέον το πλαστιγγοποιείο της Ελένης Γ. Κακαβούλη (στην οδό Ηφαίστου) και των προαναφερομένων Κωνσταντίνου Κακαβούλη (στην οδό Κόνωνος) και Ελευθερίου Πάγκαλου (στην οδό Δραγατσανίου). Στον εν λόγω Οδηγό βέβαια, υφίστανται οι τρεις κάτωθι εμφανιζόμενες ξεχωριστές διαφημιστικές καταχωρήσεις του Εργοστασίου Χρηματοκιβωτίων "Ο Φοίνιξ" του "μοναδικού τεχνίτου" Νικολάου Ποριώτη (στην οδό Πλούτωνος 25), του Πρωτοτύπου Εργοστασίου Χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων Κ.Τ. Κακαβούλη (στην οδό Φωκίωνος και Κάστορος, πλησίον ΣΠΑΠ) και του Μέγα Εργοστασίου Ακαύστων Χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων Ελένης Κακαβούλη (οδός Ηφαίστου 3).

_WM.jpg)
_WM.jpg)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, όπως προκύπτει εκ νέου εκ πρωτογενούς έρευνας, στον Πειραιά λειτουργούσαν τα εργοστάσια κατασκευής Πλαστίγγων και Xρηματοκιβωτίων του Κωνσταντίνου Κακαβούλη (οδός Κάστορος), της Ελένης Κακαβούλη (οδός Ηφαίστου 3) και του Νικολάου Ποριώτη (οδός Πλούτωνος 25).
Κατά το έτος 1915, καταγράφεται η ίδρυση του εν Πειραιεί εργοστασίου ακαύστων και αδιαρρήκτων χρηματοκιβωτιών του Ιωάννη Π. Σημήτου ή Σημητού (αργότερα μετονομασθέν σε εργοστάσιο Υιών Ι. Σημητού).

Την ίδια εποχή πάντως, σε σχετικό Οδηγό του έτους 1916, καταγράφονταν τα εργοστάσια κατασκευής χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων της Ελένης Κακαβούλη, του Κωνσταντίνου Κακαβούλη, του Ελευθερίου Πάγκαλου και του Ν. Πορ(ρ)ιώτη.
Αντίστοιχα, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, στις σελίδες του Πανελληνίου Λευκώματος Εθνικής Εκατονταετηρίδας, καταγράφονταν τα εν Πειραιεί Εργοστάσια Χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων του Νικολάου Ποριώτη, του Δ. Πορίχη, του Ε. Πάγκαλου και της Ελένης Κακαβούλη.
Ενδεικτικό αρχειακό τεκμήριο του εργοστασίου κατασκευής χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων (ιδρυθέν τω 1888) του Ελευθερίου Παγκάλου, με έδρα στην οδό Δραγατσανίου 64, από το έτος 1923.
Στα μέσα της δεκαετίας του '20, όπως προκύπτει πάντοτε εκ πρωτογενούς έρευνας σε σχετική πηγή (εκ προσωπικού αρχείου), στον Πειραιά καταγράφονταν τα πλαστιγγοποιεία Ε. Κακαβούλη - Ν.Ε. Ποριώτη (σύμπραξη των δυο επιχειρήσεων) με εργοστάσιο στην οδό Κολοκοτρώνη 1, έκθεση επί της οδού Τροχιοδρόμων 2 και γραφείο στην οδό Ηφαίστου 3, του Διονυσίου Μάρκου (οδός Σαχτούρη 7), του Ν. Μιχαλαριά (οδός Τροχιοδρόμου 4) και των Δ. Πορίχη - Δ. Ψημίτη (στην πλατεία Ιπποδαμείας). Εξ αυτών, τα εργοστάσια των Ε. Κακαβούλη - Ν.Ε. Ποριώτη και των Πορίχη - Ψημίτη, καταγράφονταν και ως κατασκευαστές χρηματοκιβωτίων. Επίσης, την ίδια εποχή, καταγράφονταν ως αντιπρόσωποι / εισαγωγείς χρηματοκιβωτίων οι Διον. Άννινος (Μπουμπουλινας και Πλάτωνος), Π. Καμπάνης (Ομήρου 14) και Ι. Φωστηρόπουλος (Νοταρά 65).
Στα τέλη της ιδίας δεκαετίας, σε σχετικούς καταλόγους εκ του Μέγα Οδηγού Πειραιώς του 1929-1930 (επίσης εκ προσωπικού αρχείου του γράφοντος το ιστολόγιο), πέραν των προαναφερομένων πλαστιγγοποιείων, καταγράφονταν επίσης εκείνα του Δημ. Ιακώβου (οδός Φωκίωνος 20), του Κ. Παπανέστορα (Δραγατσανίου 92), των Ι. Σημίτου και Υιου (οδός Αιτωλικού), του Λ. Τάκαρη (οδός Βιτωλίων 8) και του Χρ. Χάλαρη (οδός Αγίου Διονυσίου 7-9). Εξ αυτών χρηματοκιβώτια κατασκεύαζαν τα εργοστάσια των Ν. Μιχαλαριά, Κ. Παπανέστορα, Χρ. Χάλαρη και βεβαίως εκείνα των Ε. Κακαβούλη και Ν.Ε. Ποριώτη και, των Δ. Πορίχη - Δ Ψημίτη.
Το χαρακτηριστικό έμβλημα του εν Πειραιεί Εργοστασίου Χρηματοκιβωτίων Δ. Πορίχη και Δ. Ψημίτη με έναν δικέφαλο αετό που κρατάει κλειδί.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, βάσει της κάτωθι αρχειακής διαφημιστικής καταχώρησης, το Εργοστάσιο Χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων του Ν.Ε. Ποριώτου, καταγραφόταν πλέον επί της οδού Αλιπέδου 20 - κατά πάσα πιθανότητα μετά τον τερματισμό της επιχειρηματικής σύμπραξης με το αντίστοιχο εργοστάσιο Ελένης Κακαβούλη.
Ενδεικτικό αρχειακό τεκμήριο των Εργοστασίων κατασκευής γεφυροπλαστίγγων, φορητών πλαστίγγων, ζυγαριών, σταθμών, χρηματοκιβωτίων και σιδηρών ερμαριών του Ελευθερίου Πάγκαλου, μέσα από τις σελίδες του Τύπου της νήσου Κρήτης, από το έτος 1935 (εξ ου και η αναφορά στον αποκλειστικό αντιπρόσωπο για τον Νομό Χανίων).
Λίγα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όπως προκύπτει από σχετικό αρχειακό τεκμήριο / τιμολόγιο του Εργοστασίου Πλαστίγγων και Χρηματοκιβωτίων της Ελένης Κακαβούλη, το εργοστάσιο της εν λόγω επιχείρησης βρισκόταν εντός του περιβόλου του Ζαννείου Ορφανοτροφείου στη συμβολή των οδών Φίλωνος και Κολοκοτρώνη, ενώ το εν Πειραιεί πρατήριο λειτουργούσε στην αρχή του οδού Ηφαίστου, εντός της Στοάς Ναυπλιώτου (σσ. η εταιρία διέθετε αντίστοιχο πρατήριο στην οδό Σοφοκλέους, στην Αθήνα). Αξιοσημείωτο επίσης το γεγονός πως ως διάδοχος της εν λόγω εταιρίας καταγραφόταν ο Εμμανουήλ Γ. Πάγκαλος (σσ. να μην συγχέεται ο Εμμανουήλ Γ. Πάγκαλος με τον Ελευθέριο Πάγκαλο), ο οποίος σε κάποια φάση συνεταιρίστηκε με έτερο πλαστιγγοποιιό, τον Κ. Φρυδάκη, διατηρώντας τις εγκαταστάσεις του πλαστιγγοποιείου σταθερά στην αρχή της οδού Κολοκοτρώνη, στα ισόγεια καταστήματα του Ορφανοτροφείου Αρρένων Ε. Ζαννή.
_WM.jpg)
Έτερο αρχειακό τεκμήριο του Οίκου του Ελευθερίου Πάγκαλου (σσ. καταγραφόμενος ως ιδρυθείς των 1875 σε αυτήν την διαφημιστική καταχώρηση), ευρισκόμενος σταθερά επί της οδού Δραγατσανίου 64, με πενταψήφιο αριθμό τηλεφώνου, μέσα από τις σελίδες του Τύπου του έτους 1939. Αξιομνημόνευτο το γεγονός πως τονιζόταν ότι "ο ημέτερος Οίκος ουδεμία απολύτως είχε ποτέ ή έχει σχέσιν προς άλλους, ασχολούμενους εις παρόμοια έργα, τελευταίως και των οποίων ιδιοκτήται ή συνέταιροι έχουσι κατά τύχην το ίδιον επώνυμον (Πάγκαλος)"!
Στα τέλη της δεκαετίας του '30, λίγο πριν το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στον Πειραιά καταγράφονταν τα εργοστάσια κατασκευής χρηματοκιβωτίων της Ελένης Κακαβούλη, του Ελευθερίου Ποριώτη στην οδό Πλαταιών 7 και των Υιών Σημητού στην οδό Κάστορος 89. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως ως φυσική συνέχεια / μετεξέλιξη του Εργοστασίου Χρηματοκιβωτίων του Νικολάου Ε. Ποριώτη δύναται να θεωρηθεί το εργοστάσιο πλαστίγγων - χρηματοκιβωτίων με την επωνυμία "Ν. Ποριωτης", ιδιοκτησίας Α. Γιδόπουλου - Κουκουτσάκη.
Περισσότερες πληροφορίες για το εργοστάσιο του Νικολάου Ποριώτη και την εξέλιξή του μπορείτε να διαβάσετε στο σχετικό ξεχωριστό αναλυτικό αφιέρωμα του παρόντος ιστολογίου εδώ.
Μετά τον Πόλεμο, βάσει πληροφοριών σχετικού Οδηγού των τελών της δεκαετίας του 1940, στον Πειραιά καταγράφονταν ως κατασκευαστές χρηματοκιβωτίων και Πλαστίγγων / Στατήρων η εταιρία "Κακαβούλη Ε." στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου 4, ο Α. Μιλάτσης επί της οδού Ιπποδαμείας 5, ο Ε. Πάγκαλος στην οδό Δραγατσανίου 44β, ο Π. Σιμηττός ή Σημητός στην οδό Κάστορος 53 και ο Δ. Ψημίτης στην πλατεία Ιπποδαμείας. Ως αποκλειστικά Βιοτεχνίες Πλαστίγγων και Στατήρων καταγραφόταν επίσης η "Συνεργατική" Τάταρης και Σια (στην οδό Μαυρομιχαλή 11) ενώ επίσης, η εταιρία Νέλλος Κανελλόπουλος Α.Ε., με έδρα στο Μέγαρο της Λαϊκής Τραπέζης καταγραφόταν ως Αντιπρόσωπος Πλαστίγγων . Δοθείσης της ευκαιρίας, πρέπει να σημειωθεί πως η προαναφερθείσα "Συνεργατική" Τάταρης και Σια, προπολεμικά καταγραφόταν στην ίδια διεύθυνση ως "Συνεργατική" Παπαδάκη-Δαβράδου (με έδρα στην οδό Πλούτωνος 11), ενώ περί τα μέσα της δεκαετίας του 1930, στην εν λόγω "Συνεργατική" σύμπραξη συμμετείχαν οι Πάγκαλος - Παπαδάκης - Δαβράδος και Τάταρης.
Αντώνιος Ν. Μιλάτσης - Ιπποδαμείας 5, Πειραιεύς |
Εργοστάσιων Πλαστίγγων και Χρηματοκιβωτίων Ελευθερίου Πάγκαλου |
Έτερο αρχειακό τεκμήριο του Εργοστασίου Πλαστίγγων και Χρηματοκιβωτίων του Ελευθέριου Πάγκαλου:

Το έμβλημα του εν Πειραιεί εργοστασίου Πλαστίγγων και Χρηματοκιβωτίων του Ελευθερίου Ε. Πάγκαλου, με τον χαρακτηριστικό ήλιο με πρόσωπο.

Στις μέρες μας (21ος αιώνας), πλάστιγγες κατασκευασμένες στα εν Πειραιεί πλαστιγγοποιεία υφίστανται διάσπαρτες σε όλη την ελληνική επικράτεια. Ακολουθεί μια ενδεικτική φωτογραφία - λεπτομέρεια πλάστιγγας κατασκευής εργοστασίου Ελευθερίου Πάγκαλου (έτος 1926), με τον χαρακτηριστικό μοναδικό σειριακό αριθμό, όπως διασώζεται στο Βιομηχανικό Μουσείο Τομάτας "Δ. Νομικός", στη Σαντορίνη!
Όσον αφορά τα παλαιά χρηματοκιβώτια βαρέως τύπου πειραϊκής κατασκευής, αρκετά βρίσκονται ακόμη εν λειτουργία σε τράπεζες, οργανισμούς, υπουργεία κτλ. αλλά και σε οικίες ιδιωτών, ενώ άλλα προσφέρονται προς πώληση μέσω αγγελιών στο διαδίκτυο.
Αντί επιλόγου, αξίζει να αναφέρουμε πως κατά τον 21ο αιώνα, η εταιρία βιομηχανικής ζύγισης, μηχανημάτων συσκευασίας και βιομηχανικού αυτοματισμού Emmetron, ιδιοκτησίας οικογένειας Τσοπανάκη, με έδρα στον Κορυδαλλό, συνδέεται ιστορικά με το πλαστιγγοποιείο του Ελευθερίου Πάγκαλου, καθώς τόσο ο ιδρυτής Αθανάσιος Τσοπανάκης, όσο και ο υιός του Σπυρίδων Τσοπανάκης, εργάστηκαν στο προαναφερθέν εν Πειραιεί εργοστάσιο παραγωγής πλαστίγγων και χρηματοκιβωτίων.
Σημαντική Σημείωση:
Περισσότερα στοιχεία, πληροφορίες και αρχειακά τεκμήρια εκ πρωτογενούς έρευνας για το υπό εξέτασιν θέμα βρίσκονται στη διάθεση του γράφοντος το ιστολόγιο, πλην όμως θα δημοσιευτούν μελλοντικά, λόγω των συνεχών περιπτώσεων λογοκλοπής και υπεξαίρεσης πνευματικής εργασίας από διάφορους "ερευνητές", "συγγραφείς", "δημοσιογράφους" κτλ.
Διαβάστε σχετικά θέματα:
Κείμενο - Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων. Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
Τύπος Εποχής - Οδηγοί Πόλεως - Συλλεκτικοί Χάρτες
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου