Η Άγγλο Αμερικανική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (Anglo American Bank of Greece S.A.), με έδρα εν Αθήναις και αρχικό κεφάλαιο 12.500.000 δραχμών, πρώτο-λειτούργησε βάσει του διατάγματος της Ελληνικής Δημοκρατίας της 11ης Ιουλίου του 1924.
Μετά το Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυριότερες πηγές πλούτου εν Ελλάδι υπήρξαν - εντός της χώρας - ο καπνός και διάφορα άλλα υπερτιμηθέντα είδη όπως λ.χ. η σταφίδα ενώ - εκτός της χώρας - η εμπορική ναυτιλία και τα εξ Αμερικής εμβάσματα των ομογενών. Η συσσώρευση πλούτου που χαρακτήριζε την εποχή οδήγησε μοιραία στην ίδρυση νέων τραπεζών και λοιπών γραφείων διεκπεραιώσεως συναλλαγών αρκετά εκ των οποίων μετεξελίχθηκαν σε τράπεζες υπό την μορφή Ανωνύμων Εταιρειών. Η Μικρασιατική Καταστροφή, η εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου από τη Μικρά Ασία και ο διωγμός του ελληνικού πληθυσμού ιδίως από την Κωνσταντινούπολη προκάλεσε ένα ακόμη μεγαλύτερο ρεύμα συσσώρευσης πλούτου / συναλλάγματος προερχόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία προς την Ελλάδα, το οποίο ήρθε να προστεθεί στο ήδη άφθονο συνάλλαγμα που προερχόταν από την Αμερική (κυρίως) και την Αίγυπτο. Βέβαια, η πλειοψηφία του προαναφερθέντος συναλλάγματος παρέμενε αδρανές στα χέρια αστών και χωρικών, κρυμμένο σε κιβώτια και στρώματα, λόγω του φόβου της μετατροπής σε δραχμές, ενός φόβου που προερχόταν από τη διακύμανση και την αστάθεια που παρουσίαζε το ελληνικό νόμισμα.
Μοιραία λοιπόν, το ολοένα αυξανόμενο πλήθος των τραπεζιτικών εργασιών που λάμβανε χώρα στις αδειοδοτημένες τράπεζες που λειτουργούσαν εκείνο τον καιρό αλλά και σε αρκετά γραφεία τα οποία ασχολούνται με τραπεζιτικές εργασίες και την εμπορία συναλλάγματος, γραφεία τα όπως προαναφέραμε συχνά εξελίσσονταν σε τράπεζες, υπό την μορφή Ανώνυμης Εταιρίας καθώς και η ανάγκη χορήγησης δανείων για την υποστήριξη επιχειρηματικών σχεδίων και επενδύσεων οδήγησε στη δημιουργία νέων τραπεζών, όπως λ.χ. η υπό εξέτασιν Άγγλο-Αμερικανική Τράπεζα η οποία προέκυψε κατόπιν μακροχρόνιων συνεννοήσεων ομογενών που ζούσαν κυρίως στις ΗΠΑ και στον Καναδά, Άγγλων και Αμερικανών κεφαλαιούχων και των εν Ελλάδι ιδρυτών αυτής.
Το πρώτο προσωρινό Διοικητικό Συμβούλιο της Αγγλοαμερικανικής Τραπέζης αποτελείτο από τους Γεώργιο Μαλτσινιώτη, Σωτήριο Τσαμπιρά, Δημοσθένη Κε(σ)σίσογλου, Θαλή Κουτούπη, George Brown, Μουράτ Ε. Ιστίκογλου και Χαρίλαο Γκίκα. Οι παραπάνω υπήρξαν άλλωστε εκείνοι που κάλυψαν το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της νέας Τραπέζης αξίας 12.500.000 δραχμών, το οποίο ήταν εξ'ολοκλήρου καταβεβλημένο σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο περί Ανωνύμων Εταιριών. Αργότερα στην αρχική ιδρυτική ομάδα της Αγγλοαμερικανικής Τραπέζης προστέθηκαν και νέοι μέτοχοι ενώ σταδιακά αυξήθηκε και το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας.
Η δε Γενική Διεύθυνση της Τραπέζης ανατέθηκε στον Στέλιο Θ. Μανταφούνη, διπλωματούχο της Σχολής Ανωτάτων Εμπορικών Σπουδών του Παρισίου, ο οποίος διέθετε αξιοσημείωτη προϋπηρεσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορική Τράπεζα στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Συρία και στην Κιλικία, έχοντας εργαστεί και ως διευθυντής στην Societe Generale de Paris στα πιστωτικά της ιδρύματα σε Συρία και Κιλικία (Banque Francaise de Syrie).
Ο εκ των ιδρυτών της Τραπέζης και Πρόεδρος του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου Γεώργιος Μαλτσινιώτης:
Διαφημιστική καταχώρηση της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης της Ελλάδος από τις σελίδες του Τύπου του έτους 1924, λίγο μετά την ίδρυση αυτής. Η έδρα της Τραπέζης βρισκόταν στην οδό Κοραή 5, στην Αθήνα, στο Μέγαρο Στυλιανού Μπραβάκου, στο ίδιο όπου λειτουργούσε πρωτύτερα η Τράπεζα Εμπορίου. Στην ίδια καταχώρηση εμφανίζονταν και οι αποδόσεις των διαφόρων καταθετικών προϊόντων που διέθετε η εν λόγω τράπεζα, η οποία αποσκοπούσε άλλωστε στη συγκέντρωση κεφαλαίων κυρίως από τους Έλληνες ομογενείς (ανοίγοντας και υποκατάστημα στην Νέα Υόρκη αλλά και σε άλλες πόλεις των ΗΠΑ) αλλά και στις συναλλαγές μεταξύ των Ελλήνων των δυο ημισφαιρίων.
Από τις κοσμικές στήλες της ιδίας χρονιάς (1924), η αναγγελία των αρραβώνων του Γενικού Διευθυντή της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης της Ελλάδος Στέλιου Μανταφούνη με την δεσποινίδα Πόπη Γ. Βεντούρη.
Ενδεικτικός τίτλος 10 μετοχών εις τον κομιστήν της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης της Ελλάδος Α.Ε. με ημερομηνία έκδοσης τον Φεβρουάριο του έτους 1925.
Πολύ σύντομα, η
Άγγλο-Αμερικανική Τράπεζα της Ελλάδος προχώρησε στη σύσταση
του πρώτου εν Ελλάδι υποκαταστήματός της στον Πειραιά. Στην παρακάτω
ασπρόμαυρη φωτογραφία εποχής, δια χειρός του γνωστού φωτογράφου / φωτορεπόρτερ της εποχής του Μεσοπολέμου
Πέτρου Πουλίδη, καταγράφεται το
εν Πειραιεί υποκατάστημα της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά τη ημέρα των εγκαινίων του. Η συγκεκριμένη φωτογραφία εποχής, η οποία έχει πολλάκις αναπαραχθεί στο ελληνικό διαδίκτυο με λανθασμένες πληροφορίες
(ως "κτίρια στην ακτή Μιαούλη"), εντούτοις καταγράφει
την έδρα της προαναφερθείσης Τραπέζης επί της οδού Ομήρου (σσ. σήμερα οδός Μακράς Στοάς), στην
πλατεία Θεμιστοκλέους (σσ. το κτίριο το οποίο καταγράφεται αριστερά από την έδρα της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος είναι το Μέγαρο Συρεγγέλα):

Στην κάτωθι
διαφημιστική καταχώρηση της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος από το έτος 1925 παρατηρούμε πως
το μετοχικό κεφάλαιο της ανωνύμου εταιρίας είχε ήδη μεταβληθεί (αύξηση από 12.500.000 δραχμές σε 20.000.000 δραχμές) ενώ γίνεται αναφορά στο
εν Πειραιεί υποκατάστημα της πλατείας Θεμιστοκλέους καθώς και σε
πρακτορείο που λειτουργούσε στη Νέα Κοκκινιά (Νίκαια):
Ολοσέλιδη διαφημιστική καταχώρηση της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης της Ελλάδος από το έτος 1926:
Συνοπτική Κατάστασις της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά την 31η Μαρτίου του 1926:
Στην κάτωθι
διαφημιστική καταχώρηση της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης της Ελλάδος μέσα από τις σελίδες του πειραϊκού Τύπου του έτους 1927, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως εκτός από την αναφορά στα υποκαταστήματα αυτής
(Πειραιά, Πάρο, Νάξο, Αλιβέρι, Μέγαρα και Ποταμό Κυθήρων καθώς και στο πρακτορείον της Νέας Κοκκινιάς), γίνεται λόγος για την συμμετοχή της εν ως άνω τράπεζας στην
Τράπεζα Σάμου Α.Ε. η οποία διέθετε
υποκαταστήματα στο
Βαθύ, το
Καρλόβασι, το
Τηγάνι και στους
Μυτιληνιούς της Σάμου καθώς και στον
Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας. (σσ. η Τράπεζα Σάμου υπήρξε επί της ουσίας θυγατρική της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης της Ελλάδος)
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, η Άγγλο-Αμερικανική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., με ονομαστικό κεφάλαιο πλέον 30.000.000 δραχμών, σύμφωνα με τα όσα μαρτυρά η κάτωθι καταχώρηση, διέθετε - εκτός από το κεντρικό κατάστημα στην Αθήνα και το υποκατάστημα του Πειραιά - παρουσία στη Νάξο, στην Πάρο, στην Τήνο, στη Ναύπακτο, στα Μέγαρα, στον Ποταμό Κυθήρων, στη Νεάπολη Βοιών (Λακωνία) ενώ εξακολουθούσε να λειτουργεί το πρακτορείο της νέας Κοκκινιάς.

Δυστυχώς, η παρουσία της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. στα τραπεζικά δρώμενα της χώρας αποδείχθηκε βραχύβια καθώς χρεοκόπησε κατά το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Μαΐου του έτους 1929. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως λίγο πριν την χρεοκοπία, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (σσ. η τότε κραταιά τράπεζα της χώρας) αρνήθηκε τη χορήγηση δανείου εκατομμυρίων δραχμών προς την Άγγλο-Αμερικανική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ώστε η τελευταία να αποφύγει την στάση πληρωμών, καθώς κατόπιν σχετικών ερευνών υπήρχαν στοιχεία πως το δηλωθέν ενεργητικό της τράπεζας των 37 εκατομμυρίων δραχμών ήταν πλασματικό και όχι πραγματικό. Πιο συγκεκριμένα, η Άγγλο-Αμερικανική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. δήλωνε ενεργητικό το οποίο περιλάμβανε 18 εκατομμύρια δραχμές εκ δικαιωμάτων συμμετοχής στην ξενοδοχειακή επιχείρηση "Μαζέστικ", 12 εκατομμύρια δραχμές στις εγκαταστάσεις ηλεκτροφωτισμού της Σάμου και 7,5 εκατομμύρια στο ατμόπλοιο "Έλσα" - ποσά όλα πλασματικά και "φουσκωμένα" καθώς η αξία των συγκεκριμένων συμμετοχών / επενδύσεων ήταν κατά πολύ μικρότερη.

Η χρεοκοπία της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. έπληξε κυρίως τους μικρο-καταθέτες από τα διάφορα μέρη της χώρα, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί τις οικονομίες τους και συχνά τους κόπους μιας ζωής στη συγκεκριμένη τράπεζα. Αναλυτικότερα, το ύψος των καταθέσεων στην εν λόγω τράπεζα ανερχόταν σε 32 εκατομμύρια δραχμές, εκ των οποίων τα 26 εκατομμύρια ήταν του "Λαϊκού Ταμιευτηρίου".

Οι αντιδράσεις που ακολούθησαν την ανακοίνωση της χρεοκοπίας της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. ήταν τρόπον τινά αναμενόμενες, αφού καταγράφηκε επίθεση καταθετών στην έδρα της Τράπεζας στην Αθήνα και απόπειρα βιαιοπραγίας εναντίον του Γενικού Διευθυντή Στυλιανού Μανταφούνη, υποβολή πλήθους μηνύσεων από καταθέτες και άλλους ενδιαφερομένους κατά της τράπεζας καθώς και διάβημα των επηρεαζόμενων μικροκαταθετών προς τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Εκτός από τα γεγονότα που αφορούσαν άμεσα την συγκεκριμένη τράπεζα, ένα γενικότερο κύμα δυσπιστίας προς το τραπεζικό σύστημα εκδηλώθηκε με πολλούς καταθέτες, ιδίως μικρών τραπεζών, να αποσύρουν τις καταθέσεις τους ενώ το Χρηματιστήριο, το οποίο είχε ήδη πτωτικές τάσεις, συνέχισε την καθοδική του πορεία.
Ενδεικτική αναφορά μέσα από τις σελίδες του ημερήσιου Τύπου εκείνης της εποχής σε κάποιες από τις ανακρίσεις που έλαβαν χώρα στις αρχές Μαΐου του 1929 καθώς και στις νέες μηνύσεις που υπέβαλαν ιδιώτες που είχαν δει τις καταθέσεις τους να "κάνουν φτερά":

Οι κλυδωνισμοί από την χρεοκοπία της Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. οδήγησαν τον τότε Υπουργό Εθνικής Οικονομίας Παναγή Βουρλούμη σε σύσκεψη με τις διοικήσεις των μεγάλων τραπεζών της χώρας όπου συζητήθηκε η προοπτική δημιουργίας Συνδικάτου Τραπεζών για την προάσπιση των συμφερόντων της ιδιωτικής και δημόσιας πίστεως και την αποφυγή ατυχών γεγονότων όπως λ.χ. η χρεοκοπία τραπεζών. Πράγματι, κατόπιν πρωτοβουλίας της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος - η οποία υποσκέλισε την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) - συστάθηκε άμεσα το προαναφερθέν Συνδικάτο με τη συμμετοχή της Τραπέζης Αθηνών, της Ιωνικής Τραπέζης, της Τραπέζης της Ανατολής, της Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, της Λαϊκής Τραπέζης και της Τραπέζης Βιομηχανίας. Το εν λόγω Συνδικάτο Τραπεζών ανέλαβε να συνδράμει άμεσα τις μικρότερες τράπεζες ενώ θα παρέμβαινε ενισχυτικά και στη λειτουργία του Χρηματιστηρίου.
Εκ του αποτελέσματος βέβαια το παραπάνω μέτρο αποδείχθηκε ελάχιστο καθώς
η παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 η οποία ξεκίνησε από το μεγάλο χρηματιστηριακό κραχ της Wall Street (γνωστό και ως το "Μεγάλο Κραχ" (Great Crash) του 1929) κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του ιδίου έτους, δεν άφησε ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν μαζικές εκκαθαρίσεις και χρεοκοπίες δεκάδων τραπεζικών ιδρυμάτων και γραφείων σε όλη τη χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1930 (σσ. ενδεικτικά αναφέρουμε τις τράπεζες Κοσμαδοπούλου, Σάμου, Μεσσηνίας, Κεντρική, Τρικάλων, Αθηναϊκή, Πίστεως, Βιομηχανίας, Εμπόρων Ελλάδος, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εθνικής Οικονομίας, Θεσσαλίας, Ιδιοκτησίας Πειραιώς, Μεσιτική, Πανελλήνιος κ.α.)
Οι καταθέτες πάντως της υπό εξέτασιν Άγγλο-Αμερικανικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. συνέχισαν τις προσπάθειές τους για την απόδοση των χρημάτων / καταθέσεων τους και μόλις στα τέλη του έτους 1930 συγκεντρώθηκαν από τους εκκαθαριστές της χρεοκοπημένης τράπεζας 700.000 δραχμές τα οποία δόθηκαν ως μερική αποζημίωση σε κάποιους καταθέτες - ποσό βεβαίως ελάχιστο σε σχέση με τα 32 εκατομμύρια δραχμές των καταθέσεων που υπήρχαν στην εν λόγω τράπεζα.
Από το σκάνδαλο της χρεοκοπίας της Άγγλο-Αμερικανικής Τραπέζης δεν επηρεάστηκαν μονάχα ιδιώτες αλλά και οργανισμοί, ιδρύματα, εταιρίες, ασφαλιστικές εταιρίες κ.ο.κ:
Οι προσπάθειες πάντως της επιτροπής των καταθετών να δικαιωθούν και να λάβουν την επιστροφή των χρημάτων τους δεν τύγχανε πάντοτε της καλλίτερης υποδοχής, όπως μαρτυρά το κάτωθι ιστορικό τεκμήριο από το φθινόπωρο του έτους 1930:
Το κείμενο που συνοδεύει τις φωτογραφίες είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας.
Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές
- Τύπος Εποχής - Οδηγοί Πόλεως
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου