Εγλεντούσε η φτωχολογιά με τέτοιο κέφι, που οι αρχοντο-νοικοκυραίοι την εζήλευαν κι εγλεντούσαν κι'αυτοί μαζύ της, κι εφούντωνε ο χορός και το τραγούδι και αντηχούσαν ολόκληρες γειτονιές, κι ολόκληρος κόσμος, που δεν είξεραν το τι είσαι συ και τι είμαι εγώ, παρά μόνο να δουλεύουν, να δημιουργούν και να γλεντούν.
Ήταν τόσον εύκολη τότε η συνταγή για την προετοιμασία της εσπερίδος, προ πάντων στην περίοδο της Αποκρηάς, ώστε δεν υπήρχε σπήτι, που ν'άφηνε να περάσουν αυτές η ημέρες, η τρεις εβδομάδες, χωρίς να της τιμήσουν και χωρίς να τιμήσουν και τον επίλογον, την Καθαροδευτέρα, με επί κεφαλής της εληές, που τώρα έχουν καταταχθή εις τα αζήτητα, με τα θαλασσινά, με τον ταραμά, τα κρομμύδια και όλα τα άλλα σαρακοστινά καρυκεύματα.

Η σχετική λάμπα του σπητιού, η μεγαλείτερη, αν υπήρχον δυο, εφωδιασμένη με πολύ φιτίλι και περισσότερο του συνήθους πετρέλαιο, για να κρατήση περισσότερο την νύκτα. Μερικά πορτοκάλλια και μήλα, φουντούκια, καρύδια, αρκετό ρετσινάτο, κάπως περισσότερο τυρί και τα πάντα ήσαν έτοιμα δια να δεχθούν οι σπητονοικοκυραίοι τους μασκαράδες που επερίμεναν να τους τιμήσουν.
Και η συγκρότησις της παρέας των μασκαράδων ήταν ευκολωτάτη, εκείνη την μακαρίαν εποχήν. Δεν είξεραν τότε τα μαγαζιά που ενοικιάζουν ντόμινα και φράκα και μάσκες και τα άλλα είδη της Αποκρηάς.
Με μιαν αναδίφησιν στης κασέλες του σπητιού, όπου υπήρχαν ακόμη λείψανα από βράκες και από φέσια και από τσεμπέρια κι από φουστανέλλες και από φερμέλες, εξησφαλίζετο με πληρεστάτην εγγύησιν η επιτυχής εμφάνισις των μασκαράδων.
Αλλά, και αν δεν υπήρχον τέτοια πράγματα στο νοικοκυριό, κάποιο σώβρακο, κάποιο ποκάμισο, ένα τυλιχτάρι από πανιά για τον σχηματισμό της απαραιτήτου καμπούρας ή του στήθους ή του τουρνουριού, ευρίσκοντο πολύ εύκολα και εντός ολίγων στιγμών, η οικογένεια που είχεν αποφασίση την μασκαράδικην εξόρμησιν, ήταν έτοιμη δια την έξοδον προς τα φιλικά σπήτια που επερίμεναν με ανοικτή καρδίά τους φίλους για να γλεντήσουν, για να μεθύσουν πρώτα από τη ζωή που έσφυζε μέσα στης φλέβες των μικρών και των μεγάλων, και έπειτα από το κρασί.
Η γειτονιές του Πειραιώς είχον αληθινό συναγερμό. Από παντού αντηχούσε το αποκρηάτικο τραγούδι και η απήχησις των πηδημάτων του χορού με την βοήθειαν κάποτε και της σχετικής φυσαρμόνικας, που την είξερε κάποιο από τα μέλη της παρέας το οποίον δια το πλεονέκτημά του αυτό διεδραμάτιζε μεταξύ όλων των μελών της συντροφιάς, τον ρόλον του κορυφαίου.
Ο Πειραιεύς εγλεντούσε και της τρεις εβδομάδες της Αποκρηάς χωρίς όμως να σημειώνη και καμμιά τσαγκαροδευτέρα για το χατήρι του γλεντιού του.
Με το καλησπέρισμα και με της ευχές ήρχιζε και η έρευνα για την αναγνώρισι των μετημφιεσμένων μουσαφιρέων και δεν αργούσε να ξεσπάση η συντροφιά στο χορό και στο τραγούδι και στο ακράτητο κέφι. Η τραγουδίστρα της παρέας έπαιρνε τον αποκρηάτικο σκοπό και τραγουδούσε με φωνή, εις το διαπασών, το:
"Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
Μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε".
Δεν έλειπε και η αισθηματική ευχή που έδινε η τραγουδίστρα για τους νοικοκυραίους:
"Σ'αυτό το σπήτι πουρθαμε πέτρα να μη ραϊση
κι ο νοικοκύρης του σπητιού χίλια χρόνια να ζήση".
Το τραγούδι το έπαιρναν ύστερα και οι λοιποί και επηκολούθει η απάντησις των νοικοκυραίων, που την έδινε η σύζυγος ή η κόρη με το "Ευχαριστώ τη γλώσσα σου, την αηδονολαλούσα...". Και με την τροφήν: "Στα όρη βγαίνει η κάπαρη, τα λόγια σου είνε ζάχαρη".
Άλλοι ετραγάνιζαν φουντούκια, άλλοι εβουτούσαν μήλα στη ρετσίνα κι ετραβούσαν κι έπιναν. Η διάθεσις έφθανε πιά στο κατακόρυφον και το γενικό κέφι άναβε και εκορύφωνε.
Τα Καμίνια, τα Υδρέϊκα, η Φρεαττύδα, τα Κρητικά, η Λάκκα του Βάβουλα, τα σοκάκια του Πασσαλιμανιού, όλες η γειτονιές, επανηγύριζαν στα σωστά των την Αποκρηά, δηλαδή τη ζώη.
Τα ξενύκτια ήταν καθιερωμένα, και κατά της πρωϊνές ώρες με τραγούδια και φωνές εγυρνούσαν όλοι στα σπήτια των, να αλλάξουν, ν'αφήσουν τα μασκαράδικά των κατά μέρος, να πλυθούν και να βρεθούν στην φάμπρικα με το πρώτο σφύρηγμα, στις έξη το πρωί, γιατί την εποχή εκείνη δεν είχε κάμη την εμφάνισί του ακόμη το οκτάωρο.
Και ήταν όλοι οι γλετζέδες, αρσενικοί και θηλυκοί, ενθουσιασμένοι, και είχαν όλοι την πεποίθησιν ότι εγλέντησαν και ότι διεκρίθησαν, επειδή δεν υπήρχε τότε ο κοσμικός ρεπόρτερ για να δημοσιεύση την επομένην την κοσμική κίνησιν και τους διακριθέντας και τας διακριθείσας.

Η εικόνα που επιλέχθηκε για να συνοδεύσει το παρόν κείμενο προέρχεται από την παραπάνω δίγλωσση καρτ-ποστάλ των αρχών του 20ου αιώνα με θέμα "Αι Απόκρεω εν Πειραιεί" (Le Carnaval au Pirée) στην οποία εικονίζονται εορταστικές εκδηλώσεις στην Βασιλική Αποβάθρα του κεντρικού λιμένος Πειραιώς, με φόντο το Ωρολόγιον (Δημαρχείον), την Αγία Τριάδα και το Δημοτικό Θέατρο της πόλεως.
Διαβάστε σχετικά θέματα:
Κείμενο - Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων. Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
- "Περασμένα κι Αλησμόνητα", Αγγέλου Α. Κοσμή, Εκδόσεις και Τύπος Οίκου Μιχαήλ Ι. Σαλίβερου Α.Ε., Σταδίου 14, Αθήνα, 1938 - Προσωπικό Αρχείο
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Πολύ ωραία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ τίτλος μόνο καλό θα ήταν να διορθωθεί σε "Απόκρεω", για να μην επαναλαμβάνεται το τυπογραφικό λάθος της καρτ ποστάλ (άλλωστε ήταν συνθισμένα τα τυπογραφικά σφάλματα σε αυτές)
spatholouro