Pages

Πέμπτη, Ιανουαρίου 28, 2016

Ο "ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΛΑΤΕΡΝΑΣ" ΝΙΚΟΣ ΑΡΜΑΟΣ

Η ιστορία της λατέρνας (από την ιταλική φράση "la torno" που σημαίνει "τη(ν) γυρίζω") χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων. Απόγονος μιας ολόκληρης κληρονομιάς αυτόματων οργάνων που καταγράφονται από τον 1ο αιώνα π.Χ., με πιο έντονη παρουσία κατά τον 16ο-17ο αιώνα σε αριστοκρατικούς κυρίως κύκλους, η γνωστή λατέρνα (barrel piano αγγλιστί) - μαζί με το οργανέτο (barrel organ) στην Βαυαρία και το μουσικό κουτί (music box) στην Ελβετία - ξεκίνησε να γίνεται γνωστοί στις λαϊκές μάζες στις αρχές του 1800. Η πρώτη λατέρνα φέρεται να κατασκευάστηκε το 1808 από έναν κατασκευή πιάνων στην πόλη Bristol της Αγγλίας για να επακολουθήσει η κυκλοφορία σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Βέλγιο, Γαλλία και Βόρεια Ιταλία), στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής καθώς και σε πολλές ελληνόφωνες πόλεις και παροικίες (στις αρχές του 19ου αιώνα δεν υπήρχε ακόμη ελεύθερο ελληνικό κράτος) όπως λ.χ. στην Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα και στον Πειραιά, στο Κάιρο και στην Αλεξάνδρεια, στην Σμύρνη, στο Βουκουρέστι και αλλού. 


Η πρώτη Ελληνική λατέρνα καταγράφεται γύρω στα 1880 ως απόρροια της συνεργασίας του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου (γεννηθείς το 1838 στην Τήνο των Κυκλάδων, με ιταλικές ρίζες, καθολικός Χριστιανός το θρήσκευμα, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Κωνσταντινούπολη περί το 1860) και του Ιταλού Giuseppe Turconi (ο οποίος διατηρούσε εργαστήριο κατασκευής πιάνων -  Fabbricante di pianoforti, pianoforti a cilindro - στο Μιλάνο της Ιταλίας, στον αριθμό "1" της via Camondo και ο οποίος είχε επεκταθεί επιχειρηματικά στην Κωνσταντινούπολη). Οι δυο προαναφερόμενοι τεχνίτες δημιούργησαν την πρώτη λατέρνα αφαιρώντας την μεγάλη σιδερένια βάση που διέθεταν τα πιάνα (και η οποία λόγω του βάρους δημιουργούσε εμπόδια ως προς την μετακίνηση/περιφορά του οργάνου) ασχολούμενοι ο μεν Turconi με το κατασκευαστικό κομμάτι, ο δε Αρμάος με την καταγραφή, ήτοι το "σταμπάρισμα" των τραγουδιών. Ο Ιωσήφ Αρμάος, ο οποίος παντρεύτηκε δις, απέκτησε από τον πρώτο γάμο του τρία παιδιά (τον Τζούλιο, τον Νίκο και την Μαρίκα) ενώ από τον δεύτερο γάμο του απέκτησε άλλα εννέα παιδιά! 

Ο Νίκος Αρμάος, γεννηθείς το 1889 στην Κωνσταντινούπολη, έμελλε να βαδίσει στα χνάρια του πατέρα του Ιωσήφ. Σε ηλικία 11 χρονών παράτησε το σχολείο και βοηθούσε στο εργαστήριο του πατέρα του μαθαίνοντας την τέχνη του "σταμπαρίσματος" των τραγουδιών πλάι στον πατέρα του αλλά και στον μεγαλύτερο αδελφό του Τζούλιο. Στις αρχές του 20ου αιώνα η εξέλιξη της λατέρνας υπήρξε ραγδαία: οι παραγγελίες για λατέρνες που έφθαναν στο εργαστήριο του Αρμάου στην Πόλη ήταν πολλές και οι παραλήπτες σε διάφορες χώρες της Βαλκανικής (Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία) αλλά και της ελεύθερης πλέον Ελλάδας όπου το όργανο είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές. Η παρουσία ενός Πειραιώτη τεχνίτη ο οποίος διατηρούσε κατάστημα με λατέρνες στην οδό Αγίου Δημητρίου ο οποίος ανέθετε το "σταμπάρισμα" των τραγουδιών στον Αρμάο στην Κωνσταντινούπολη στάθηκε η αφορμή να ταξιδέψει στον Πειραιά αρχικά ο Τζούλιο Αρμάος (ο οποίος αρρώστησε και αποβίωσε σε νεαρή ηλικία μόλις το 1914) ενώ ο αδελφός του προαναφερόμενου Νίκος Αρμάος μετοίκησε με τη σειρά του στη Θεσσαλονίκη, όπου υπήρχε πολύ μεγάλη ζήτηση για τεχνίτες / σταμπαδόρους λατερνών, εργαζόμενος με πολύ μεγάλη επιτυχία. Ο Νίκος Αρμάος, παντρεμένος πια, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη περί τα μέσα της δεκαετίας του 1910 και συνέχισε να εργάζεται με την ίδια επιτυχία στο εργαστήριο του πατέρα του Ιωσήφ Αρμάου (ο οποίος επίσης είχε αποβιώσει το 1915/1916). Μετά την Καταστροφή του '22, αποφάσισε λόγω διαφόρων συγκυριών να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη αλλά βρέθηκε από τύχη στον Πειραιά όπου τελικώς και εγκαταστάθηκε. Στον Πειραιά του Μεσοπολέμου ανθούσε το ρεμπέτικο τραγούδι το οποίο είχε κατακλυστεί από σμυρνέικα ακούσματα που είχαν φέρει μαζί τους οι κατατρεγμένοι πρόσφυγες μετά την Καταστροφή και τις ανταλλαγές των πληθυσμών. 


Στο εργαστήριό του στην Δραπετσώνα, ο Νίκος Αρμάος "έγραφε" στις λατέρνες τα γνωστά τραγούδια της εποχής που του ζητούσαν οι λατερνατζήδες οι οποίοι έπαιρναν σβάρνα τις γειτονιές αλλά ταυτόχρονα έγραφε και ο ίδιος δική του μουσική όντας σε στενή φιλική σχέση με σπουδαίους μουσικούς και ερμηνευτές εκείνων των καιρών όπως λ.χ. τον Μάρκο Βαμβακάρη. Από το 1938 έως το 1950, ο Νίκος Αρμάος ξαναπήγε εν τέλει στη Θεσσαλονίκη, όπου πέρασε και τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, περίοδο κατά την οποία συνδέθηκε φιλικά με τον Τσιτσάνη, εργαζόμενος όπως πάντα με τεράστια επιτυχία στο "σταμπάρισμα" των τραγουδιών πάνω στις λατέρνες. 


Ο Νίκος Αρμάος έζησε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του στο εργαστήριο της οδού Σπάρτης 67 στην Δραπετσώνα (βλέπε παραπάνω φωτογραφία) όπου συνέχισε να "σταμπάρει" λατέρνες οι οποίες γίνονταν ανάρπαστες μεν, κυρίως όμως εκ νέου από τους πλούσιους που ήθελαν ένα τέτοιο συλλεκτικό όργανο στο σαλόνι τους. Το ραδιόφωνο και αργότερα η τηλεόραση εκτόπισαν σταδιακά την λατέρνα κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες - αρκεί μονάχα κάποιος να αναλογιστεί ότι πριν από τον Πόλεμο (δεκαετία 1940) υπήρχαν στην Αθήνα και στον Πειραιά περίπου 40.000 όργανα και στην Θεσσαλονίκη άλλα τόσα δίχως να προσμετρώνται τα αντίστοιχα όργανα στην ελληνική επαρχία.  

Ο ίδιος δεν υπήρξε βέβαια ποτέ "λατερνατζής", κάτι το οποίο τόνιζε χαρακτηριστικά συστηνόμενος ως "Νικόλαος Αρμάος, οργανοδιορθωτής ή σταμπαδόρος" ή στην καθαρεύουσα "μουσικαί εγγραφαί επί λατερνών" συνεχίζοντας ως εξής: "Εγώ «τυπώνω», ας πούμε, τα τραγούδια στη λατέρνα, για να τα παίξει. Κοίτα εδώ: Καρφώνω αυτά τα καρφιά πάνω σ’ αυτόν τον κύλινδρο, και, καθώς περνάνε από τα τέλια της λατέρνας, βγάζουνε τον ήχο που θέλω".


Ο "Βασιλιάς της Λατέρνας" Νίκος Αρμάος, αποβίωσε το μεσημέρι της 14ης Μαΐου του 1979 αφήνοντας πίσω του κληρονομιά την μουσική για πάνω από 2.000 τραγούδια (πολλά εκ των οποίων είναι πασίγνωστα αλλά ουδείς γνωρίζει πως η μελωδία είναι του μάστρο-Αρμάου), χιλιάδες σταμπαρισμένες λατέρνες αλλά και τον γιο του Ιούλιο (Τζούλιο) Αρμάο (γεννηθείς το 1914, στην Κωνσταντινούπολη, κάτοικος Πειραιά από το 1923, μαθητής της Ελληνογαλλικής Σχολής Άγιος Παύλος, συνονόματος του πρόωρα χαμένου αδελφού του Νίκου) ο οποίος συνέχισε το έργο του πατέρα του μέχρι και τον δικό του θάνατο το 1995.



Σήμερα στους δρόμους των πόλεων υπάρχουν ελάχιστες αυθεντικές λατέρνες - πολλές είναι απομιμήσεις (ξύλινα κουτιά με κασετόφωνα) ενώ οι περισσότερες σωζόμενες είναι είτε εκτός λειτουργίας είτε φυλάσσονται από τους ιδιοκτήτες τους ως σπάνια συλλεκτικά κομμάτια. Εκτός από τις ελάχιστες λατέρνες, ακόμα λιγότεροι είναι οι υπάρχοντες τεχνίτες, κατασκευαστές και "σταμπαδόροι". Η λατέρνα, η οποία λανθασμένα αντιμετωπίζεται από πολλούς ανθρώπους ως όργανο επαιτείας και ελεημοσύνης, υπήρξε ένα παραδοσιακό ελληνικό όργανο, το οποίο αγαπήθηκε από τους Έλληνες (και όχι μόνον), σε πολύ δύσκολες περιόδους της ιστορίας και αξίζει να έχει τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει. 

ΛΑΤΕΡΝΑ

"Η λατέρνα είναι σαν την γυναίκα. Για να γεννήσει θέλει έρωτα. Θέλει αγάπη. Έχει τα μυστικά της, τα κέφια της, τις ακεφιές της, τα κουμπιά της, τους μπελάδες της, τις γλύκες της… Αυτή είναι η λατέρνα. Βλέπεις αυτά τα καρφάκια, που είναι επάνω στον κύλινδρο; Εδώ είναι όλο το μυστικό: Πώς θα καρφώσεις τα καρφάκια… Κάθε καρφάκι είναι μια νότα… Αν το καρφώσεις πιο βαθειά απ’ ότι πρέπει, ή πιο λοξά, σκοτώνεις το τραγούδι…" 

Νικόλαος Αρμάος (1889 - 1979)

Διαβάστε σχετικά: 

  • Στον ιστότοπο http://www.armaoslaterna.gr, της Ζάννας (Ιωάννας) Αρμάου, κόρης του Λορέντζου Αρμάου, αδελφού του Νίκου Αρμάου, αξίζει να διαβάσετε ορισμένα άκρως ενδιαφέροντα άρθρα καθώς και αποσπάσματα από τις συνεντεύξεις του Νίκου Αρμάου στον Φρέντυ Γερμανό που για το περιοδικό "Εικόνες" το 1966, στον Βασίλη Καββαθά για τον "Ταχυδρόμο" το 1976 και στον Κ. Χατζηδουλή η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Τα Νέα" στις 8, 9 και 10 Αυγούστου του 1978 καθώς επίσης αποσπάσματα από συνέντευξη που έδωσε ο Ιούλιος (Τζούλιος) Αρμάος στον Τέρενς Κουίκ και που προβλήθηκε στον τηλεοπτικό σταθμό Αντέννα τον Ιανουάριο του 1995 στην εκπομπή "Απόψε με τον Τέρενς Κουίκ".
  • Για περισσότερες φωτογραφίες της οικογενείας Αρμάου αξίζει να προμηθευτείτε το φοβερό έργο του Ηλία Πετρόπουλου, "Τα Ρεμπέτικα Τραγούδια", Εκδόσεις Κέδρος.
Πηγές:

Το κείμενο είναι πρωτότυπο. Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και πληροφορίες από τις εξής πηγές:
Φωτογραφίες:
  • Οι ιστορικές φωτογραφίες παρατίθενται για εκπαιδευτικούς σκοπούς - κάθε νόμιμο δικαίωμα ανήκει στους νομίμους κατόχους αυτών.

1 σχόλιο:

  1. Ωραίο κείμενο για έναν άξιο τεχνίτη!
    Όσο για το βιβλίο του Πετρόπουλου, πράγματι αξίζει, αλλά κυρίως μόνο για τις φωτογραφίες...καθώς ο μακαρίτης δεν εννοούσε να διορθώσει τις ουρανομήκεις ανακρίβειές του (και κακίες), όσο και εάν του είχαν υποδειχθεί...

    spatholouro

    ΑπάντησηΔιαγραφή