Pages

Σάββατο, Μαρτίου 07, 2015

ΤΑ ΥΔΡΕΪΚΑ

Λέγοντας, Υδρέϊκα, εννοούμε τον Πειραιά της εποχής που ήταν ακόμη μικρή πόλις.


Αυτό τουλάχιστον, όσοι υπάρχουν ακόμη από τους πιό παληούς Πειραιώτες, δεν θα δυσκολευθούν να το αναγνωρίσουν ως μίαν αλήθειαν αναμφισβήτητη.

Ήταν στον Πειραιά και άλλα σημεία που είχαν δείξη ότι πρόκειται να κατοικηθούν πυκνά και να αποτελέσουν το σύνολον που έχομεν σήμερα, μα όλα αυτά τα σημεία την εποχήν εκείνην [...] όλες η άλλες γειτονιές ήταν σκορπιστά κατοικημένες και δεν ειμπορούσαν όλες αυτές μαζύ να παρουσιάσουν τον πυκνό συνοικισμό που παρουσίαζαν τα Υδρέϊκα.

Ίσως το ότι υπήρχε το Τελωνείον σ'αυτή την πλευρά, εμπρός στον Άγιον Νικόλαον, ήταν κι'αυτό μια αφορμή να συγκεντρώνεται ο κόσμος των οικιστών του Πειραιώς από αυτήν την πλευράν της όλης έρημης εκτάσεως, που έφερε και τότε το όνομα του Πειραιώς, ενώ θα ειμπορούσε να ονομασθή Άγιος Σπυρίδων, επειδή τότε μόνον αυτή η Εκκλησία με την περιοχή της υπήρχε.

Η πλατεία του Τελωνείου με την παληά Τράπεζα, με τα καφενεία του Ζέρβα και του Ανδρόνικου και με τον Άγιο Νικόλαο, μικρή εκκλησία που τότε ήρχιζε να παίρνη το σχήμα που έχει τώρα, ήταν η αρχή της Υδραϊκής συνοικίας.

Φωτογράφος: Κωνσταντίνος Αθανασίου (circa 1875)

Η βρύση του Αγ. Νικολάου απετελεί το σημείον που ήταν πραγματικώς επίμαχον δι'ολόκληρη την γειτονιά. Λίγο το νερό τότε. Και ο γυναικόκοσμος εξεκινούσε πριν χαράξη καλά η ημέρα με της στάμνες του κι έπαιρνε σειρά για να γεμίση την στάμνα του. Εν τω μεταξύ, όποτε περνούσε αμάξι ή κάρρο, ο κόσμος που έπαιρνε νερό υπεχώρρει δια να ποτίση το άλογο. Η υδροληψία εγίνετο αφορμή πολλές φορές να συνάπτωνται μάχαι δια την σειράν. Στάμνες και κεφάλια εσπούσαν και φωναί ηκούοντο εις Αλβανικήν διάλεκτον.

Τύπος μεταξύ των προμηθευτών νερού εις την συνοικίαν ήταν ο Γιάννης ο Μπιτσικόκος με το καρροτσάκι του, που είχε τέσσερα βαρέλια και τα εγέμιζε και τα μετέφερε στα σπήτια. Ήταν ελαττωματικός στα μάτια, και τα δυο ήσαν σαν εξωρυγμένα, κατακόκκινα, μεγάλα και τα χείλη του επρόδιδον αράπικη προέλευσι. Η ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά αδυναμία του ήταν το κρασί και τα κρομμύδια. Στα μπακάλικα της γειτονιάς είξερε που έχουν της πλεξιές τα κρομμύδια και τα ελεληλατούσε.

Η Υδρέϊκη συνοικία από το Τελωνείον έως τον Άγιον Βασίλειον, εως τον Σηματόγραφον και απ'εκεί προς τον σημερινόν Χατζηκυριάκειον, αρκετά πυκνά κατωκημένη από τους πρώτους κατοίκους, τους Υδραίους, τους Σπετσιώτες, τους Κρανιδιώτες, απετέλει έναν τύπον ιδιαίτερον, που εκυριαρχούσε. Μεταξύ των σαν να εξεχώριζαν άλλοι τύποι από άλλα μέρη και από τα Νησιά προ πάντων του Αιγαίου.

Όταν το συμβούλιον των γονέων εγνωμοδότησεν υπέρ της μετοικεσίας μου από την Σίφνον εις τον Πειραιά και έκαμα αυτό το ταξείδι, απεβιβάσθην κρατούμενος εις την αγκάλην ενός πατριώτου εις την αποβάθραν του Μανίνα, όπου είχε το μαγαζί ο πατέρας μου με τους αδελφούς του. Από την θέσιν αυτήν την ιστορικήν είδα δια πρώτην φοράν το φως της ημέρας εις τον Πειραιά. Εκεί θαύμασα την μηχανήν του ατμόμυλου του Μανίνα και παρηκολοθούν σκαρφαλωμένος από ένα παράθυρο του κτιρίου την κίνησιν.

Λίγα βήματα πιο πάνω, εκεί κατά του Βρυώνη, στην οδόν Λεωσθένους ήταν, και υπάρχει ακόμη, το σπήτι που μ'αεπήγαν μετά την αποβίβασιν. Απ'εκεί σε λίγο καιρό εκάμαμε το μετοίκημα προς την Πηγάδα, στο σπήτι του Τσαμούρη. Αυτό το μετοίκημα δεν θα το λησμονήσω ποτέ. Η μητέρα μου επήρε την εικόνα της Παναγίας και ως πρωτοπορεία εμπήκε μέσα στο καινούρι σπήτι. Εκεί αφ'ου έγινε αγιασμός από τον Παππά-Αντώνη τον Πετρόπουλον, ένα γέρο υψηλό και μόνοφθαλμο, και αφ'ου εθυμίασε όλες της κάμαρες, έγινε το υπόλοιπο κουβάλημα.

Ετοποθετούσαν τότε τους σωλήνες του φωταερίου και είχαν ανοίξη χαντάκια σε όλη τη Λεωφόρο Σαχτούρη. Ιδιαιτέρα ήταν η ευχαρίστησίς μου όταν, αφ'ου εσχολούσαν οι εργάτες, έκαμνα και εγώ μιάν διαδρομήν μέσα εις το χαντάκι, όπου επεριπατούσα χωρίς να φαίνωμαι καθόλου από την επιφάνειαν του δρόμου.

Από του Τσαμούρη το σπήτι ευρέθημεν με την αυτήν διαδικασίαν του μετοικήματος εις την οδόν Τομπάζη, όπου ευρίσκομαι και σήμερον. Δηλαδή στα Υδρέϊκα επάτησα δια πρώτην φοράν το χώμα του Πειραιώς και στα Υδρέϊκα έμεινα όλα τα χρόνια της ζωής μου, εις τον Πειραιά. Δεν μετεκινήθην ούτε κατά εν βήμα απ'αυτή τη γειτονιά, που έχει για μένα την σημασίαν ενός ιερού τόπου. Και δεν εσκέφθηκα ποτέ, ούτε τώρα, να μετοικήσω από την οδόν Τομπάζη, που την εγνώρισα με σκαλοπάτια και με βράχους, ούτε θα το σκεφθώ, εφ'όσον θα μένω στον Πειραιά.

Μα πως να φύγω; Μισού αιώνος ζωή. 

Η οδός Τομπάζη με τον Ανεμόμυλον αρματωμένον ακόμη στο τέρμα προς την οδόν Ευπλοίας και με την Πηγάδα. Στα περισσότερα σημεία της είχε βράχους ακόμη και τα περισσότερα σπήτια της ήταν κτισμένα στης κορυφές των βράχων και είχαν για σκαλοπάτια, σκαλίσματα επάνω στους βράχους αυτούς. Στα περισσότερα σημεία ήταν άκτιστα ακόμη. Η μάντρα του Μπίγλη, κι άλλα οικόπεδα επερίμεναν τους νέους ιδιοκτήτας, που θα τα έκτιζαν. 

Επιλογή από φωτογραφία Κωνσταντίνου Αθανασίου (circa 1875)

Ο Αης Νικόλας, μικρή εκκλησία, που τότε την έκτιζαν στο σημερινό σχήμα της είχε κοπάδια περιστέρια, που εφώληαζαν στης τρύπες, που έκαναν της σκαλωσιές. Ανέβαινα τότε στην ταράτσα και τα ετάιζα σιτάρια ποτισμένο στο ρακί, για να ζαλίζωνται και να μην μπορούν να πετάξουν, για να τα πιάνω. 

Της Κυριακές και της άλλες επίσημες ημέρες μαζεμένοι όλοι οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες και οι Κρανιδιώτες με της γυναίκες των και με τα παιδία των, επήγαιναν στην Εκκλησία, στον Αη-Νικόλα, τον προστάτη των, αφού ήσαν όλοι θαλασσινοί. [...] Με τις βράκες των φρεσκοσιδερωμένες έως κάτω στα γόνατα, με τα φέσια των και με της ζώνες των της μεταξωτές και πολύχρωμες, με το μεταξωτό μαντήλι, πολύχρωμο κι αυτό πιασμένο από τη ζώνη των, με τα παπούτσια των, γόβες με μύτες ολόρθες. Και η γυναίκες των με τα τσεμπέρια και με τα στολίδια των τα βαρύτιμα, με που ήταν απλά μα βαρειά, εγέμιζαν την Εκκλησίαν και την αυλήν. Τα παιδιά των ανάμικτα πια, με πανταλόνι αλλά και με ζωνάρι, με λίγα ελληνικά, μα τα περισσότερα Αρβανίτικα, ήταν κι'αυτά τακτικά στην Εκκλησιά. 

Μα δεν εκαταλάβαινα τίποτε από ότι έλεγαν, ήκουα ένα θόρυβον μόναχά, εμιλούσαν όλοι Αρβανίτικα και στης μεγάλες εορτές, όταν έβγαιναν από τον Αη-Νικόλα, τρώγοντας το αντίδωρο που είχαν πάρη από του παππά το χέρι και έτριβαν το κεφάλι των με τα ψίχουλα, έβαζαν το φέσι των και είχαν, για καλημέρισμα την φράσιν: "Εδέ μοτεσούμ", δηλα δή: "Χρόνια Πολλά".

Σε ένα απ'αυτά τα σπήτια τα παληά της οδού Τομπάζη εγγενήθηκε κι επέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο αλησμόνητος καθηγητής και Λυκειάρχης, ο Ιάκωβος Δραγάτσης, ο συμπολίτης μου. Όποτε ήρχετο στο σπήτι μου, κατά τα τελευταία χρόνια που έζησε στον Πειραιά, μου έλεγε με συγκίνησι: "Σ'αυτό το σπήτι γεννήθηκα..."

Όλοι αυτοί, ένας κόσμος που έπρεπε να είνε αποθανατισμένος με εικόνες, γιατί δεν ειμπορεί κανείς να τους αναπαραστήση, αν και μένουν στη μνήμη όλων, όσοι τους εγνώρισαν και όλων όσοι τους θυμούνται, ολοζώντανοι, αποτελούσαν την ιστορική αυτή συνοικία του Πειραιώς, τα Υδρέϊκα. Γύρω τριγύρω ήταν συγκεντρωμένος ο Πειραιεύς της εποχής εκείνης, που ήταν εποχή ιστορική και ένδοξη. Εζούσαν ακόμη οι Σαχτούρηδες, οι Τομπάζηδες, οι Μιαούληδες, οι Βουδούρηδες, οι Κριεζήδες, απόγονοι του Κανάρη και κοντά σ'αυτούς, σαραβαλιασμένοι από τα χρόνια πιά, μα σεβαστοί και επιβλητικοί οι απόμαχοι αυτού του μεγάλου αγώνος. Καπετάνιοι, καραβοκύρηδες, που επολέμησαν σ'εκείνο τον μεγάλον αγώνα με τα καράβια τους, ναύτες του παληού καιρού του τιμημένου, που εκυκλοφορούσαν τώρα στους δρόμους του Πειραιώς, απόμαχοι με τα βαρειά των υποδήματα, που επροκαλούσαν ένα ιδιαίτερον κρόταν όταν περπατούσαν. Μερικοί από αυτούς εφορούσαν σκολαρίκι στο δεξιό αυτί. 

Θυμάμαι μέσα σ'όλους αυτούς ένα γέρο ναυτικό Ψαρριανό, που έφευγε κάθε πρωί από το σπήτι του με το τσιμπούκι στο στόμα, σκυφτός και βήχοντας, κι άμα επροχωρούσε μερικά βήματα εγυρνούσε κι έλεγε στη γυναίκα του, μια γρηούλα με φακιόλι, που τον εκύτταζε από το παράθυρο: "Μαρουσώ, τα κομπολόγια μου..." 

Και του έδινε η γυναίκα του το κομπολόϊ, που το ξεχνούσε τακτικά και που τον επερίμενε αυτή για να του το δώση, επειδή είξερε πως θα το εζητούσε. Αρά γε ελησμονούσε πραγματικά; Μήπως αυτό το μικρό πόδισμα το έκανε για να ξαναμιλήσει με τη γυναίκα του; 


Όλος αυτός ο διαλεκτός κόσμος είχε κατοικήση σ'αυτή τη γειτονιά, που εκείνη την εποχή ήταν ο Πειραιεύς ολόκληρος. Όλοι οι αγωνισταί της Επαναστάσεως, αφού ετελείωσε η μεγάλη δουλειά των, που μας έσωσε, εμαζεύτηκαν στον Πειραιά κι έκαμαν τον πρώτο συνοικισμό σ'αυτή τη γωνιά του, που τότε ήταν πραγματικά "τα Υδρέϊκα" μα και τώρα δεν έχει αλλάξη τόνομά της. 

Υπάρχουν ακόμη τα σπήτια των περισσοτέρων, ίσως έχουν αλλάξη νοικοκύρη, μα είνε τα σπήτια που εστέγασαν τους ήρωας και τους απογόνους των, που τα εθέρμαινε η πιο θερμή πνοή των και που άφησαν μέσα σ'αυτά τον τελευταίο, τον επιθανάτιο ρόγχο τους. 

Οι πιο παληοί που θυμούνται τους γέρους αυτούς, που έζησαν μέσα σ'αυτά και που έδωκαν τα τιμημένα ονόματα στους δρόμους αυτής της συνοικίας ερωτούν: "Γιατί να μην υπάρχη μια πλάκα σε κάθε από τα σπήτια που έζησαν, που να τους θυμίζη στους καινούργιους;"


Κείμενο - Πηγές:

Στοιχεία και πληροφορίες έχουν ληφθεί από τις κάτωθι πηγές:
  • "Περασμένα κι Αλησμόνητα", Αγγέλου Α. Κοσμή, Εκδόσεις και Τύπος Οίκου Μιχαήλ Ι. Σαλίβερου Α.Ε., Σταδίου 14, Αθήνα, 1938
  • Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
  • Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου