Pages

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 20, 2013

ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ

Εγώ μάγκας φαινόμουνα
να γίνω από μικράκι
κατάλαβα τα έξυπνα
κι έμαθα μπουζουκάκι.

Αντί σκολειό μου πάγαινα
μες του Καραΐσκάκη
έπινα διάφορα πιοτά
να μάθω μπουζουκάκι.

Οι συγγενείς μου λέγανε
να το απαρατήσω
αυτό το παλιομπούζουκο
για θα τους ξεφτιλίσω.

Εγώ όμως δεν το άφηνα
να λείψει από κοντά μου
αυτό το παλιομπούζουκο
που το `χα συντροφιά μου

Με τους παραπάνω στίχους του πρώτου τραγουδιού, το οποίο έγραψε σε εφηβική ηλικία και φωνογράφησε λίγα χρόνια αργότερα, ξεκινάει η αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη, υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο "Μάγκας από μικράκι", η οποία κυκλοφόρησε το 1992 από τις εκδόσεις Δωδώνη σε επιμέλεια του Στάθη Gauntlett.


Ο Μιχάλης Γενίτσαρης Γεννίτσαρης ή Γεννήτσαρης στις διάφορες ορθογραφικές παραλλαγές του ιδίου επωνύμου) γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1917 στη συνοικία της Αγίας Σοφίας του Πειραιά. Οι γονείς του, απλοί άνθρωποι του μόχθου αλλά και σχετικά ευκατάστατοι για τα δεδομένα της εποχής, κατοικούσαν στην οδό Αίμου, στο επονομαζόμενο "Παλιό Χωριό"Ο πατέρας του Μιχάλη Γενίτσαρη διατηρούσε μια "μπίρα", ένα ζυθεστιατόριο δηλαδή, στη διασταύρωση των οδών Παλαμηδίου και Ανδριανουπόλεως.  
  • Τα παιδικά χρόνια: Ένας μικρός ρεμπεσκές
Το 1925, πριν καν γίνει δέκα χρονών, ο Μιχάλης Γενίτσαρης είχε την πρώτη του επαφή με τα λαϊκά έγχορδα όργανα. Απέναντι από το σπίτι του, στην οδό Αίμου, διατηρούσε όλως τυχαίως ένα καφενείο ο γνωστός ρεμπέτης Γιώργος Μπάτης και, στο χώρο αυτόν συναθροίζονταν σε καθημερινή βάση διάφοροι άνθρωποι του μόχθου, εργάτες αλλά και μάγκες ρεμπέτες της εποχής, κάποιοι εκ των οποίων έπαιρναν τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες που ο Μπάτης είχε κρεμασμένα στους τοίχους του καφενείου και έπαιζαν. Ο πολυμήχανος Μπάτης, ο οποίος είχε κι άλλο καφενείο στην πλατεία Καραϊσκάκη προ της μεγάλης πυρκαγιάς του 1929, στον ίδιο χώρο της οδού Αίμου που τα πρωινά λειτουργούσε ως καφενείο, το βράδυ διατηρούσε ένα χοροδιδασκαλείο. Εκεί λοιπόν "τρύπωνε" τα βράδια και ο μικρός Μιχάλης Γενίτσαρης, προσπαθώντας να μάθει τα "μυστικά" του μπουζουκιού παρέα με τον σχεδόν συνομήλικό του γιο του Μπάτη, το Θανάση. Βέβαια, η είδηση ότι ο μικρός Μιχάλης "σύχναζε" στον θεωρούμενο κακόφημο καφενέ του Μπάτη και αργότερα γύρναγε την λατέρνα, είχε ως αποτέλεσμα αρκετούς ξυλοδαρμούς από τον πατέρα του, ο οποίος μάταια του απαγόρευε να πηγαίνει εκεί και προσπάθησε αρχικά να τον αποσπάσει από το μπουζούκι απασχολώντας τον στην οικογενειακή μπυραρία. Λίγους μήνες αργότερα, όταν ο μικρός Μιχάλης πρώτο-πήγε σε σχολείο, ξεκίνησαν τα σκασιαρχεία τα οποία οδηγούσαν σε νέους καθημερινούς καυγάδες και ξυλοδαρμούς από τον πατέρα του. Μια μέρα, συμπτωματικά, ο μικρός Μιχάλης Γενίτσαρης, ανακάλυψε σε μια παλιά κασέλα έναν μπαγλαμά του παππού του, στον οποίον έμαθε να παίζει τις πρώτες του νότες, πάντοτε στα κρυφά και με την συνδρομή των επισκέψεων στο καφενείο του Μπάτη. Την επόμενη χρονιά, όντας πλέον μαθητής στη Β' Δημοτικού, ο πατέρας του Γενίτσαρη, αντιλαμβανόμενος ότι δε μπορούσε με τις απειλές και το ξύλο να πείσει τον γιο του να πηγαίνει στο σχολείο, άρχισε να τον στέλνει σε διάφορα πόστα για δουλειά: πρώτα βοηθός κουρέα, μετά σε αλατάδικο, έπειτα σε τακουνάδικο, μετά σε πεταλωτήριο. Όμως, προς μεγάλη απογοήτευση του οικογενειακού περιβάλλοντος, σε όλες αυτές τις θέσεις εργασίας ο Μιχάλης Γενίτσαρης αδυνατούσε να προσαρμοστεί και έφευγε, συχνά κακήν κακώς, μετά από μικρά χρονικά διαστήματα απασχόλησης. Εν τέλει, ο μικρός Μιχάλης κατέληξε στο οπωροπωλείο πολυτελείας του θείου του - από την πλευρά της μητέρας του - Θανάση Βλάχου, στη λεωφόρο Ζαννείου (σσ. η σημερινή λεωφόρος Αφεντούλη), όπου και εκεί έγινε εν τέλει δέκτης διαμαρτυριών και παραπόνων από τους πελάτες για τη συμπεριφορά του και αποχώρησε.

Έτος 1927 - Ο μικρός Μιχάλης Γενίτσαρης έξω από το καφενείο του Μπάτη
  • Οι περιπέτειες της εφηβείας και η πρώτη φωνογράφηση
Στα 13 του χρόνια, πάλι με την συνδρομή του πατέρα του ο οποίος είχε αρκετές διασυνδέσεις και γνωστούς, ο μικρός Μιχάλης Γενίτσαρης έπιασε δουλειά στο χυτήριο του Κώστα Καταγά, ο οποίος προς ευχάριστη έκπληξη του μικρού Μιχάλη, κάθε απόγευμα που τελείωνε η δουλειά, έπιανε στα χέρια το μπουζούκι και έπαιζε. Αργότερα, όταν έκλεισε το χυτήριο του μάστρο-Κώστα, ο Μιχάλης Γενίτσαρης δούλεψε σε ένα κλειδαράδικο στην οδό Ναυάρχου Μπήττυ, τη σημερινή οδό Καραολή-Δημητρίου. Εκεί, στο κλειδαράδικο, κάπου στα 1932 ο Γενίτσαρης έπαθε ένα ατύχημα όταν μια πρέσα του καταπλάκωσε τον αντίχειρα, ένας τραυματισμένος ο οποίος τον ταλαιπώρησε για αρκετό χρόνο και δεν του επέτρεπε να παίξει το αγαπημένο του μπουζούκι και τον μπαγλαμά. Βέβαια, καθ'όλη αυτή την περίοδο, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση οι καθημερινές επισκέψεις στο καφενείο του Μπάτη, όπου σύχναζαν όπως προείπαμε διάφοροι μάγκες της εποχής, ρεμπέτες, χασομέρηδες, παπατζήδες αλλά και εγκληματίες με "λερωμένα" ποινικά μητρώα καθώς και περιθωριακά στοιχεία. 

Επόμενος εργασιακός σταθμός του Μιχάλη Γενίτσαρη ήταν το λεβητοποιείο των αδερφών Γουζούαση, στην οδό Χαϊδαρίου. Ο Γενίτσαρης εργάστηκε επίσης στις επισκευές πλοίων, στα ναυπηγεία, τους ταρσανάδες και στις αποβάθρες της ακτής Ξαβερίου, ανοίγοντας τις μπουκάλες του οξυγόνου και της ασετιλίνης για τους μάστορες που έκοβαν και κόλλαγαν τις λαμαρίνες. Τότε ήταν που με τις πρώτες του αποταμιεύσεις, ο Μιχάλης Γενίτσαρης έσπευσε να αγοράσει το πρώτο του μπουζούκι, αξίας 150 δραχμών. 

Στα 15 προς 16 του χρόνια, έφηβος πλέον ο Μιχάλης Γενίτσαρης, δούλευε μετά χαράς και ζήλου στις επισκευές πλοίων - καθώς τη θεωρούσε μάγκικη και αντρική δουλειά - και τα απογεύματα / βράδια έπαιζε με το φίλο του τον Τάκη Δημητρίου σε διάφορες γειτονιές. Την ίδια εποχή, ο Γενίτσαρης γνώρισε στο καφενείο του Μπάτη τον Μάρκο Βαμβακάρη, που ακόμη δεν είχε γίνει γνωστός και δούλευε στα σφαγεία της Δραπετσώνας, καθώς και τον Ανέστη Δελιά. Σε μια από τις βραδινές εξόδους του μαζί με φίλους στη Λεύκα του Πειραιά κάπου στα 1934, ένας αστυφύλακας κλώτσησε και έσπασε το μπουζούκι του Γενίτσαρη. Η αντίδρασή του τον έστειλε εν τέλει στις φυλακές του Αβέρωφ για έξι μήνες. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Γενίτσαρης έπιασε εκ νέου δουλειά σαν καζαντζής (ήτοι λεβητοποιός) και αγόρασε ένα νέο μπουζούκι, μαύρο στο χρώμα αυτή τη φορά. 

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ίδιος ο Μιχάλης Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του, το ζεϊμπέκικο "Εγώ Μάγκας Φαινόμουνα" το έγραψε για πρώτη φορά το 1935, πάνω σε μια χαρτοσακούλα μέσα σε ένα καράβι, εν ώρα εργασίας και, δυο χρόνια αργότερα, το 1937, έπειτα από αρκετές περιπέτειες, με τη συνδρομή του Γιώργου Μπάτη, κατάφερε να το φωνογραφήσει στο εργοστάσιο της Columbia του Παναγιώτη Τούντα, στη Ριζούπολη. Αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το "Εγώ Μάγκας Φαινόμουνα" κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε ένα δίσκο, στην άλλη πλευρά του οποίου υπήρχε το "Φαληριώτισσα" του Στράτου Παγιουμτζή. Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, η μεγάλη χαρά του Μιχάλη Γενίτσαρη μετριάστηκε από την αντίδραση των γονιών του, οι οποίοι θεώρησαν την κυκλοφορία του δίσκου γεγονός άκρως υποτιμητικό και προσβλητικό για την οικογένειά τους.

Μετά την πρώτη επίσημη κυκλοφορία του τραγουδιού του ο Μιχάλης Γενίτσαρης παράτησε την καθημερινή του εργασία και ξεκίνησε έναν άστατο βίο, συνοδευόμενο από ξενύχτια και μεθύσια. Ο πατέρας του, προσπαθώντας να τον επαναφέρει στον "ορθό δρόμο", του άνοιξε ένα καφενείο στη συμβολή της οδού Αίμου με την οδό Βάσου. Το καφενείο του Γενίτσαρη γρήγορα έγινε στέκι πολλών γνωστών ονομάτων του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού (Καρυδάκιας, Μπάτης, Δελιάς, Μπαγιαντέρας, Παπαϊωάννου, Βαμβακάρης, Μητσάκης, Χιώτης, Κηρομύτης και άλλοι πολλοί) αλλά και στοιχείων του υποκόσμου (προστάτες, νταβατζήδες, αγαπητικοί, πόρνες από τα Βούρλα κλπ). Εν τω μεταξύ, ο Γενίτσαρης με τα πρώτα έσοδα που του επέφερε ο δίσκος του και με τα χρήματα που του άφηνε το καφενείο συνέχιζε τον σχετικά έκλυτο βίο του ο οποίος περιελάμβανε ξενύχτια, μεθύσια και γυναίκες. Μετά από απανωτούς καυγάδες με τον πατέρα του ο Γενίτσαρης έκλεισε το καφενείο του αλλά σύντομα άνοιξε ένα νέο κέντρο στη διασταύρωση των οδών Ολύνθου και Ψαρών, κοντά στα Βούρλα. Όπως ήταν φυσικό, το νέο αυτό μαγαζί έγινε σημείο συγκέντρωσης πολλών περιθωριακών και εγκληματικών στοιχείων από την ευρύτερη περιοχή της Δραπετσώνας και του Αγίου Διονυσίου.
  • Οι περιπέτειες πριν τον Πόλεμο και η εξορία στην Ίο
Μετά τη γνωριμία του με τον Γιάννη Παπαϊωάννου με τον οποίον ο Γενίτσαρης συνδέθηκε με δυνατή φιλία, οι δυο τους για κάποιο χρονικό διάστημα "μεγαλούργησαν" μουσικά στην Αίγινα, όπου εμφανίζονταν σε διάφορα νυχτερινά κέντρα και κουτούκια. Μετά την επιστροφή τους από την Αίγινα και εν μέσω πολλών περιπετειών, οι δυο φίλοι, ο Γενίτσαρης και ο Παπαϊωάννου αποφάσισαν να ανοίξουν από κοινού ένα ουζερί στην οδό Χίου, στα Καμίνια του Πειραιά. Στην κάτωθι ασπρόμαυρη φωτογραφία η οποία τοποθετείται χρονικά περί το 1938, ο Μιχάλης Γενίτσαρης εικονίζεται στην άκρη αριστερά καθήμενος ενώ όρθιος, με το δίσκο στο χέρι και μια πετσέτα στον ώμο, καταγράφεται ο Γιάννης Παπαϊωάννου, στο καφέ-ουζερί τους στα Καμίνια μαζί με μια μεγάλη παρέα γλεντζέδων.

Έτος 1938 - Στο καφέ ουζερί των Παπαϊωάννου - Γενίτσαρη, στην οδό Χίου, στα Καμίνια

Όταν έληξε και αυτή η επιχειρηματική συνεργασία του, ο Γενίτσαρης ξεκίνησε τις εμφανίσεις του στο ρεμπέτικο πάλκο "Δάσος" του Aντώνη Bλάχου, στην περιοχή του Bοτανικού, ένα νυχτερινό μαγαζί από το οποίο είχαν περάσει πολλά γνωστά ονόματα όπως ο Βαμβακάρης, ο Χιώτης, ο Μπάτης κ.α.. Αργότερα για τον Μιχάλη Γενίτσαρη προέκυψαν νέες συνεργασίες με κορυφαία ονόματα του ρεμπέτικου, μεταξύ των οποίων ο μεγάλος δάσκαλος Mάρκος Bαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Aνέστης Δελιάς, ο Στέλιος Kυρομύτης και άλλοι πολλοί. Ο ίδιος ο Μιχάλης Γενίτσαρης στην αυτοβιογραφία του περιγράφει με πολλές "γαργαλιστικές" λεπτομέρειες διάφορα περιστατικά και συμβάντα από την νυχτερινή ζωή της περιόδου εκείνης που έλαβαν χώρα στο "Δάσος" όπου εμφανιζόταν. Κατά την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, ο Γενίτσαρης εξαιτίας μιας συμπλοκής με όπλα - ξεκαθαρίσματος λογαριασμών κάπου στην Ομόνοια για τα μάτια μιας ερωμένης κατέληξε εξόριστος στην Ιο με την ταμπέλα του "δημοσίου κινδύνου". Στην Ιο, το επονομαζόμενο εκείνη την εποχή και ως το "νησί του θανάτου" λόγω των δύσκολων έως απάνθρωπων συνθηκών ζωής που οδηγούσαν πολλούς στο να γίνουν τοξικομανείς, ο εξόριστος Γενίτσαρης έγραψε το 1938 το ζεϊμπέκικο "Με πιάσαν επί Μεταξά":

Με πιάσαν επί Μεταξά χωρίς καμιά αιτία, 
με βάλαν και υπόγραψα με στείλαν εξορία 

σ’ ενα ξερόνησο στη Νιο που `χει εκκλησιές και μύλοι

και υποδοχή μου κάνανε ένα κοπάδι ψύλλοι.

"Με πιάσαν επί Μεταξά" - Αυτόγραφο Μιχάλη Γενίτσαρη

Επιστρέφοντας στον Πειραιά μετά από την καταναγκαστική εξορία της Ίου, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, βρέθηκε να υπηρετεί καθυστερημένα στον Ελληνικό Στρατό. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του όμως, δεν του επέτρεψε παρά να αυτομολήσει μετά από μερικές ημέρες θητείας. Όντας λιποτάκτης ο Γενίτσαρης μπλέχτηκε εκ νέου σε μπελάδες αλλά η έναρξη του Πολέμου τον γλύτωσε στιγμιαία από τα περαιτέρω. Βέβαια, λίγο μετά την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο καταζητούμενος - τόσο από τον στρατό ως λιποτάκτης όσο και από την αστυνομία για τα μπλεξίματα και τους τσακωμούς - Μιχάλης Γενίτσαρης συνελήφθη εν τέλει και πέρασε ορισμένους ακόμη δύσκολους μήνες, με αρκετή πείνα και κακουχίες στη φυλακή. 
  • Ο Γενίτσαρης στην Κατοχή και μετά την Απελευθέρωση
Μετά την αποφυλάκισή του, κατά την περίοδο της Κατοχής, ο Γενίτσαρης εργάστηκε σε πολλά και διάφορα νυχτερινά κέντρα της εποχής και έγραψε τραγούδια που στηλίτευαν τους μαυραγορίτες (λ.χ. στο ζεϊμπέκικο "Οι λαδάδες" που μιλάει για δυο κρεμασμένους μαυραγορίτες ή/και το ομώνυμο τραγούδι "Οι μαυραγορίτες"), ενώ παράλληλα υμνούσε τους τολμηρούς σαλταδόρους. Άλλωστε δικό του τραγούδι είναι ο περίφημος "Σαλταδόρος" (1942), το "σουξέ" θα λέγαμε της εποχής εκείνης, με τους χαρακτηριστικούς στίχους: 

Εγώ πάντα βολεύομαι 
γιατί τηνε σαλτάρω
σε κάνα αμάξι Γερμανού 
και πάντα τη ρεφάρω
Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω
τη ρεζέρβα να τους πάρω

Το 1944, με αφορμή τον "συμμαχικόβομβαρδισμό του Πειραιά, ο Μιχάλης Γενίτσαρης γράφει και συνθέτει το ζεϊμπέκικο "Επιδρομή στον Πειραιά"

Εμάθατε στον Πειραιά επιδρομή μεγάλη
γκρεμίσανε τα σπίτια μας πω πω ζημιά μεγάλη
Μέρα και νύχτα ρίχνανε μπόμπες τα αρεοπλάνα
και χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
Σκορπούσανε το θάνατο και ρίχνανε αράδα
και το λιμάνι γκρέμισαν και την Αγια Τριάδα
Μπόμπες πολλές ερίξανε μέσα στο τελωνείο
και τον Περαία κάνανε σωστό νεκροταφείο

Μετά την Κατοχή, ο Μιχάλης Γενίτσαρης συνέχισε την πορεία του σε διάφορα λαϊκά πάλκα και νυχτερινά κέντρα γνωρίζοντας αξιοσημείωτη επιτυχία συνεργαζόμενος και με άλλα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού της εποχής. Όπως ο ίδιος αναφέρει, μετά τα Δεκεμβριανά, τα πράγματα για τους μουσικούς που δούλευαν στη "νύχτα" ήταν λίγο χειρότερα από ότι στην Κατοχή διότι ενώ στην Κατοχή έπρεπε απλά να φυλάγονται από τους κατακτητές Γερμανούς και Ιταλούς οι οποίοι συχνά σύχναζαν στα ελληνικά στέκια νυχτερινής διασκέδασης, μετά την Απελευθέρωση οι διχόνοιες και στις μουσικές προτιμήσεις των Ελλήνων πελατών των νυχτερινών κέντρων με αφορμή τις πολιτικές έριδες της εποχής ήταν παροιμιώδεις και κατέληγαν συχνά σε μαχαιρώματα, πυροβολισμούς και δολοφονίες.

Δεκαετία 1940

Μετά το 1945, ο Γενίτσαρης αποφάσισε να ανοίξει ένα δικό του νυχτερινό κέντρο και ο πλέον κατάλληλος χώρος για να το κάνει ήταν η περίφημη Τρούμπα του Πειραιά. Πράγματι, το νυχτερινό μουσικό κέντρο του Γενίτσαρη στην Τρούμπα δεν άργησε να αποκτήσει φήμη και να την εξαργυρώσει με μεγάλη οικονομική επιτυχία. Άλλωστε εκεί, εκτός από τον Μιχάλη Γενίτσαρη εμφανίζονταν και ο Κερομύτης, ο Παπαϊωάννου και άλλοι γνωστοί μουσικοί της εποχής. Όμως, η ένδοξη εποχή της Τρούμπας με τις αθρόες επισκέψεις πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ, της Αγγλίας και άλλων χωρών δεν έφερε μονάχα πολλά έσοδα και πλούτη στον Γενίτσαρη αλλά και μπελάδες. Ο τραυματισμός ενός μεθυσμένου Άγγλου στρατιώτη σε ένα από τα γνωστά επεισόδια για έναν απλήρωτο λογαριασμό σήμανε και το τέλος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Γενίτσαρη στην Τρούμπα

Μετά τον Πειραιά, σειρά είχε η δημιουργία ενός νέου νυχτερινού μαγαζιού στο Πέραμα, σε μια σπηλιά που παλαιότερα ήταν ο γνωστός τεκές του Ηλία Καμπανάου. Εν τέλει, το κέντρο "Σπηλιά" στο Πέραμα δεν έμελλε να στεριώσει λόγω μιας φοβερής θεομηνίας που ξήλωσε τις εγκαταστάσεις. Ο Γενίτσαρης, χάνοντας και την προκαταβολή που είχε δώσει σε ανθρώπους του ΟΛΠ για την εκμετάλλευση του χώρου, άφησε όλον τον εξοπλισμό του κέντρου στην αυλή ενός φίλου του στην Ανάσταση του Πειραιά και κατέφυγε στις Τζιτζιφιές, κοντά στον στενό του φίλο, τον Γιάννη Παπαϊωάννου.

Έτος 1948 - Μιχάλης Γενίτσαρης και Σωτηρία Μπέλλου


Έτος 1950 - Ο Μιχάλης Γενίτσαρης (αριστερά) με τον Γιάννη Παπαϊωάννου
  • Η οικειοθελής περιθωριοποίηση της περιόδου 1952-1971 
Μέχρι το 1952 ο Μιχάλης Γενίτσαρης εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα αλλά συν τοις άλλοις γράφει πολλά τραγούδια τα οποία γίνονται μεγάλες επιτυχίες με την φωνή τραγουδιστών όπως ο Πάνος Γαβαλάς, η Καίτη Γκρέυ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στράτος Διονυσίου, ο Χρηστάκης κ.α. Όμως μια αλλαγή στην γενικότερη πλεύση του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού, η εμφάνιση νέων τάσεων και ρευμάτων, η συμπεριφορά των δισκογραφικών εταιριών και κάποιοι άλλοι προσωπικοί λόγοι τους οποίους ουδέποτε κατονόμασε ο Μιχάλης Γενίτσαρης τον ωθούν στο να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις του και τις συνεργασίες του με τα νυχτερινά κέντρα της εποχής.

Η οικειοθελής αυτή αποχώρηση του Μιχάλη Γενίτσαρη από τα δρώμενα διήρκεσε σχεδόν 20 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Πειραιώτης ρεμπέτης, έχοντας σιχαθεί από την "κατάντια του ρεμπέτικου τραγουδιού" όπως χαρακτηριστικά δήλωνε, δεν εμφανίστηκε ούτε μια φορά. Παρόλα ταύτα όμως συνέχισε να δίνει δικά του τραγούδια σε γνωστούς λαϊκούς τραγουδιστές, παλαιότερους αλλά και πιο σύγχρονους όπως λ.χ. η Xάρις Aλεξίου, ο Γιώργος Nταλάρας, ο Mανώλης Mητσιάς, η Γλυκερία κ.ά.
  • Ο Μιχάλης Γενίτσαρης και ο Πειραιάς
Σε αυτό το σημείο κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι, όπως είναι φυσικό, τα περισσότερα από τα τραγούδια που έγραψε και συνέθεσε ο Μιχάλης Γενίτσαρης βασίζονταν στις προσωπικές του εμπειρίες και μίλαγαν για τους έρωτες του, τις διάφορες περιπέτειες του, τα προβλήματα με τον νόμο, τους ρεμπέτες, τους τεκέδες αλλά και την πόλη του Πειραιά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα τραγούδια του Μιχάλη Γενιτσάρη τον οποίον η θεματολογία αφορούσε τον Πειραιά:

Είμαι Βέρος Πειραιώτης

Είμαι βέρος Πειραιώτης
μάγκας, σοβαρός και ιππότης.
Πάντα όμορφα ξηγιέμαι
δύσκολα παραξηγιέμαι.

Το κρασάκι μου σαν πίνω
σημασία εγώ δεν δίνω
γύρω τι θα πουν οι άλλοι
σαν γεμίζω το κεφάλι.

Θα τα πιω και θα χορέψω
γιατί το `χω ρίξει έξω, 
όμορφα σεμνά κι ωραία
γιατί είμαι απ’ τον Περαία.

Δυο Καμάκια Πειραιώτες

Δυο καμάκια Πειραιώτες 
ξύπνοι, πονηροί και μόρτες
Δυο ξανθιές βάζουν στο μάτι
που `ρθαν από ξένα κράτη
Που `ρθαν από ξένα κράτη
και γυρίζουν στο Παγκράτι

Στο μπλα μπλα της αρχινάνε
στον Περαία να της πάνε
Δάσκαλοι ήταν στο καμάκι
και της φέρανε καπάκι
Και της φέρανε καπάκι
φιλαράκο μου Στελάκη

Και της πήγανε σεργιάνι
στης Καστέλλας το λιμάνι
Κέφαλους να φαν λαβράκια
και μπαρμπούνια με μουστάκια
Και μπαρμπούνια με μουστάκια
με παρέα τα καμάκια


Γειά σου Περαία αθάνατε


Πολλά τραγούδια έγραψαν
Περαία μου για σένα
γράφω κι εγώ στη σούρα μου
με τη σειρά μου ένα.

Γεια σου Περαία αθάνατε
της εργατιάς κολόνα
Πασαλιμάνι, Κοκκινιά
Καμίνια, Δραπετσώνα.

Κούπες κρασί αμέτρητες
στην Τρούμπα θα ρουφήξω 
και στο Χατζηκυριάκειο
στουπί θα καταλήξω.

Γεια σου Περαία αθάνατε
απόψε κάνω γιούρια
στη Ζέα, στα Λιπάσματα
και στα γνωστά Ταμπούρια.

Γεια σου Περαία αθάνατε
χιλιοτραγουδισμένε
κάνεις καρδιές να χαίρονται
κάνεις καρδιές να κλαίνε.

Χαρές και πίκρες μάς κερνάς
ανάμιχτες, χαρμάνι
το καλώς ήρθες κι έχε γεια
που λένε στο λιμάνι.
  • Η Λαχαναγορά της Λεύκας και ο Ηλίας Πετρόπουλος
Μετά το 1952, ο Μιχάλης Γενίτσαρης θα αποκτήσει με τη συνδρομή του αδελφού του, το δικό του πόστο στην Λαχαναγορά της Λεύκας, στην οδό Θ. Ρετσίνα στον Πειραιά και θα δραστηριοποιηθεί για πολλά χρόνια ως χονδρέμπορος διάγοντας μια ζωή "όχι πλέον άσωτη", όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του.

Έτος 1952 - Ο Μιχάλης Γενιτσάρης (αριστερά) στην Λαχαναγορά της Λεύκας

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο συγγραφέας, λαογράφος και ερευνητής Ηλίας Πετρόπουλος (1928-2003), λάτρης του ρεμπέτικου τραγουδιού καταφέρνει και επαναφέρει τον Μιχάλη Γενίτσαρη στα λαϊκά πάλκα και πιο συγκεκριμένα στην μπουάτ "Κύτταρο", στη συμβολή των οδών Αχαρνών και Ηπείρου, στο κέντρο της Αθήνας. Ο Πετρόπουλος, ο οποίος οργάνωνε βραδιές με βετεράνους του ρεμπέτικου λαϊκού τραγουδιού στο "Κύτταρο", ήταν εκείνος που κατάφερε να ξυπνήσει μέσα στον Μιχάλη Γενίτσαρη το κρυμμένο επί σχεδόν δυο δεκαετίες πάθος του για το ρεμπέτικο τραγούδι.

Έτος 1972

Στο "Κύτταρο" ο Γενίτσαρης πήρε και τους παλιούς του γνώριμους, τον Κερομύτη, την Άννα Χρυσάφη, τον Μπαγιαντέρα κ.α. σημειώνοντας πρωτοφανή επιτυχία αφού σε κάθε τους εμφάνιση δημιουργούνταν αδιαχώρητο. Μετά το "Κύτταρο" ακολούθησε το κέντρο "Αθηνά" στην Πλάκα, συναυλίες σε θέατρα και στάδια σε πολλά μέρη της Αθήνας και ολόκληρης της Ελλάδος, αργότερα η μπουάτ "Θεμέλιο", εκ νέου στην Πλάκα.

Έτος 1973

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης ήδη από τη δεκαετία του 1970 διαχώριζε τον εαυτό του από τους νέους λαϊκούς τραγουδιστές οι οποίοι τραγουδούσαν και αναπαρήγαγαν ρεμπέτικα τραγούδια - λόγω κυρίως του γεγονότος ότι το ρεμπέτικο ήταν της μόδας - αλλά δεν τους θεωρούσε γνήσιους ρεμπέτες. Σύμφωνα με τον Γενίτσαρη, πραγματικοί ρεμπέτες ήταν μονάχα όσοι μεγαλώνοντας μέσα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και μέχρι την περίοδο του Μεταξά έφαγαν ξύλο για το παράνομο μπουζούκι και τον μπαγλαμά που κρατούσαν στα χέρια τους. Με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, ο Γενίτσαρης θεωρούσε ρεμπέτες μονάχα τον Μπάτη, τον Μάρκο, τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη, τον Γιοβάν Τσαους, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, τον Δελιά και λίγους ακόμη εκπρόσωπους της ιδίας πάνω-κάτω γενιάς.


Μετά το θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη, του Στράτου Παγιουμτζή και του Γιάννη Παπαϊωάννου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, το γνήσιο ρεμπέτικο τραγούδι δεν θα ήταν ποτέ πια το ίδιο. Ο Γενίτσαρης άνοιξε μια κάβα ποτών στην γενέτειρά του, τη συνοικία της Αγίας Σοφίας του Πειραιά, κρέμασε εκεί τα μπουζούκια του και τα μπαγλαμαδάκια του και αποτραβήχτηκε εκ νέου από τη δημοσιότητα.

Έτος 1976 - Ο Μιχάλης Γενίτσαρης στην κάβα του στην Αγία Σοφία Πειραιά
  • Ο "τελευταίος ρεμπέτης"
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Μιχάλης Γενίτσαρης έδωσε ορισμένες συναυλίες στο εξωτερικό και τιμήθηκε σε πολλές εκδηλώσεις για την προσφορά του. Ευτυχώς, αρκετές από τις συνεντεύξεις τις οποίες έδωσε κατά καιρούς υπάρχουν ψηφιοποιημένες και είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. 

Ο "τελευταίος ρεμπέτης", όπως συχνά τον αποκαλούσαν, "έσβησε" για πάντα στις 11 Μαΐου του 2005. Μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της ζωής του μπορούσε κανείς να τον συναντήσει σε κάποιο καφενείο της Αγίας Σοφίας, στα χώματα όπου γεννήθηκε. 


"Εγώ το ρεμπέτικο το ένοιωσα σαν μια μουσική που ανακουφίζει κάθε βασανισμένο, κάθε αδικημένο και κάθε ταλαιπωρημένο από την ψεύτικη κοινωνία που ζούμε. Εμένα το ρεμπέτικο με εκφράζει, και με ξεκουράζει, όταν παίρνω το μπουζούκι μου και παίζω. Γι' αυτό έγραψα τώρα ένα τελευταίο μου τραγούδι":

"Με τη γλυκιά του τη φωνή
πάντοτε μου μιλάει.
Όταν χτυπώ τα τέλια του, και τραγουδώ
μου λέει πως μ' αγαπάει."

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης επιλέγει τους παραπάνω στίχους για τον επίλογο της αυτοβιογραφίας του. Ο γράφων το ιστολόγιο, αντί επιλόγου του παρόντος μικρού αφιερώματος στον τελευταίο μόρτη ρεμπέτη, επιλέγει τους κάτωθι στίχους: 

Εγώ στον κόσμο τούτονε
πολλά έχω περάσει, 
φαρμάκια, πίκρες, βάσανα
τα έχω δοκιμάσει.

Έζησα στον υπόκοσμο
μπήκα και σε σαλόνια
κοιμήθηκα στα πούπουλα
στους δρόμους και στα χιόνια.

Κι απ’ όσα είδα κι έζησα
σ’ αυτήν την κοινωνία
ο κόσμος είναι θέατρο
σωστή Βαβυλωνία.

Διαβάστε σχετικά θέματα:


Κείμενο - Πηγές:

Το κείμενο που συνοδεύει τις εικόνες είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων. Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
  • Το κείμενο είναι κατά βάση πρωτότυπο και προέκυψε από την ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του Μιχάλη Γενίτσαρη "Μάγκας από μικράκι", Αυτοβιογραφία Μ. Γενίτσαρη, Επιμέλεια: Στάθης Gauntlett, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1992
  • Η πλειοψηφία των φωτογραφιών που συνοδεύουν το κείμενο προέρχονται επίσης από την αυτοβιογραφία του Μιχάλη Γενίτσαρη και παρατίθενται για εκπαιδευτικούς / ενημερωτικούς σκοπούς. Κάθε νόμιμο δικαίωμα ανήκει στους τυχόν νομίμους κατόχους αυτών.
  • Οπτικό-ακουστικό υλικό από συνεντεύξεις του Μιχάλη Γενίτσαρη
  • Προσωπική Έρευνα σε εφημερίδες της εποχής

1 σχόλιο:

  1. Με χαρά διαβάζω πως ο Αγιασοφιώτης γείτονας Μιχάλης Γενίτσαρης έμαθε μπουζουκάκι και μπαγλαμά μαζί με τον θείο μου Τάκη Δημητρίου, με τον οποίο αργότερα έπαιξε κιθάρα στα κουτούκια της Αγιάς Σοφιάς και ο πατέρας μου, Πέτρος.

    Όλο το άρθρο είναι μια αναβίωση των παιδικών μου χρόνων στα στενά του Πειραιά, συνοικίες και κέντρο, εκεί που αντρώθηκα και έβγαλα τα πρώτα σκληρά συμπεράσματά μου για την ελληνική άδικη κοινωνία, πριν την εγκαταλείψω συνειδητά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή