Pages

Κυριακή, Μαΐου 05, 2013

ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ [1958]

Ο Πειραιάς φορτώνει, ξεφορτώνει, βγάζει εμπορεύματα, περνάνε από την πλάτη του μύρια αγαθά μα τίποτα δεν περισσεύει για αυτόν. Στην πλάτη του μένουν μονάχα τα σημάδια, πληγές της φορτοεκφόρτωσης. Δουλεύει νύχτα μέρα, ασταμάτητα, για να χορτάσει το πεινασμένο σώμα της Ελλάδας. Και στο τέλος μένει νηστικός. Δουλεύει σκυλίσια για να προφτάσει. Τι να προφτάσει; Να σταθεί στα πόδια του, να μη πέσει. Έτσι να κάνει πως κάθεται για λίγο, πως σταυρώνει τα χέρια, θα πεθάνει της πείνας. 

Το λιμάνι μυρίζει κατράμι, φρούτα, ούζο, ιδρώτα και αρμύρα. Όλα είναι βιαστικά και γρήγορα κάτω κει. Φούρια κι αγωνία στα Λεμονάδικα. Μάζες από καλάθια, μπόγους, κότες και νησιώτες περιμένουν στην προκυμαία, σπρώχνονται να μπουν στο καράβι. Η θαλάσσια επικοινωνία στην Ελλάδα είναι μια περιπέτεια. Ο λαός έχει συνηθίσει, περιμένει, δε διαμαρτύρεται, κοιμάται στο κατάστρωμα. Το πολύ πολύ να σε σπρώξει, να κοιμηθεί λίγο πιο ευρύχωρα πάνω στις βελέντζες του. Τίποτε άλλο. 


Στην αριστερή πλευρά του λιμανιού, προς την ακτή Μιαούλη, και κοντά στην πλατεία Κανάρη όλα είναι έρημα, απόκοσμα, εγκαταλειμμένα. Φορτηγά από κάθε χώρα είναι δεμένα για χρόνια, βιδώνονται και ξεβιδώνονται, βάφονται και ξεβάφονται από τον ήλιο και περιμένουν. Κάρα πηγαινοέρχονται, το τραμ μόλις και μετά βίας φτάνει στον προορισμό του. Η πλατεία μοιάζει σαν να την εγκατέλειψαν θεοί και άνθρωποι. Είναι Σαββατόβραδο. Μια ταβερνούλα λιγδωμένη και αναιμική κοντά στην προκυμαία ψάχνει μάταια για πελατεία. Δυο τρεις καρβουνιάρηδες πίνουνε ξεροσφύρι. Η μια και η μοναδική πλάκα "Το Τσιγάρο" μεταδίδεται συνεχώς. Πέντε έξη μαύρες σκελετωμένες γάτες τριγυρίζουν στα πόδια σου για κανένα μεζέ, αλλά του κάκου. Περνάει μια ψαρομοτοσυκλέτα τσαλαβουτάει στη λακκούβα με τα νερά που βγαίνουν από τον υπόνομο, πιτσιλάει πελατεία και γάτες και τους διώχνει. Γύρω ακόμα τα σημάδια της Κατοχής. Ερειπωμένα κτίρια, βομβαρδισμένες περιοχές. Μια ξεχασμένη τρίγωνη ταμπέλα μέσα σε ένα στενό, λες για ειρωνεία, γράφει: "Απαγορεύεται η καταστροφή. Τιμωρείται δια νόμου". Ρωτώ τον ταβερνιάρη να με κατατοπίσει τι εννοεί η ταμπέλα μα σηκώνει τους ώμους βαριεστημένος: "Τι να σου πω αδερφάκι μου", μου λέει "εγώ δεν πολυκαταλαβαίνω από γράμματα, ταμπέλες και τέτοια. Εγώ μονάχα θέλω να σε ρωτήσω, αφού ο κόσμος μας έφερε σ'αυτό το χάλι και την καταστροφή πως την τιμωρεί δια νόμου;..." 

Στον Πειραιώτη δεν πρέπει να δίνεις καμία απάντηση. Μόνο να τον ακούς πρέπει. Ότι και να του πεις θα στο αναποδογυρίσει. Θα σου βρει τι κρύβεται πίσω από τους τύπους, θα σου πει την αλήθεια με τον δικό του τρόπο. Θα σ'αφήσει εκτεθειμένο. Ο Πειραιώτης είναι ο πιο ξύπνιος Έλληνας, δεν είναι ναρκωμένος. Η ζωή που κάνει είναι σκληρή μέχρι το κόκκαλο, τον κάνει να βρίσκεται σε μια διαρκή ενέργεια. Πιο ξύπνιο μάτι δεν έχω δει πουθενά. Παίζει. Κοιτά μπρος και πίσω την ίδια στιγμή. Οσφραίνεται. Το μυαλό του γρήγορο, ερευνητικό, το πνεύμα του αιχμηρό, σαρκαστικό, μάγκικο. Το σώμα του γεροδεμένο, κοντό, μαύρο από τον ήλιο και το κάρβουνο. Μα πάνω από όλα μια ανοιχτή, καθαρή και μεγάλη καρδιά. Ο Πειραιώτης δεν αφήνει τίποτε χωρίς να το σχολιάσει, να μην το περάσει από το "τρυπητήρι" του, από το "κόσκινο" του λαϊκού του ενστίκτου. Δε σηκώνει και πολλά άμα δει τον άλλον να τον κοιτάει "αφ' υψηλού". Τον βάζει με μια κουβέντα στη θέση του. Άμα όμως τύχει και του δώσεις το χέρι σου, σαν ίσιος προς ίσον, τότε το σφίγγει, σε λατρεύει και γίνεται αδελφικός σου φίλος, όποιος και να είσαι. 


Πως ζει; Καλύτερα να μην ρωτούσα κάποιον κάτω στο λιμάνι. "Να" μου λέει, "τρώω κανένα σουβλάκι, δαγκάνω κάνα φρούτο, κάνω καμιά ζούλα στα αμερικάνικα ρούχα. Δουλεύω σε ότι βρεθεί μέρα νύχτα, τρέχει ο ιδρώτας από τις πλάτες μου. Ε! Και τι να κάνω, πάω πότε πότε και στην Τρούμπα  κανένα Σαββατόβραδο να ξεχαρμανιάσω..." Φοράει καρώ πουκάμισο, κόκκινο ή μαύρο, στενό παντελόνι, είναι κοντός με μαλλί κατσαρό και ψιλοκομμένο μουστάκι και παπούτσια μπάσκετ. Άμα δε δουλεύει, ψάχνει να βρει δουλειά κι άμα βρεθεί κάπου κανένα ξεροκόμματο, βλαστημάει την ώρα και την στιγμή που ρίζωσε σαν τον κάβο στο λιμάνι. Δεν κοιτάει την ώρα να μπει σε καράβι και να φύγει. Να πάει να δει τον κόσμο. Για χρόνια βλέπει τόσους και τόσους ναυτικούς να περνούν από το λιμάνι για μερικές μέρες, ακούσει τόσες και τόσες ιστορίες από όλα τα λιμάνια του κόσμου και στο βλέμμα του είναι ζωγραφισμένη μια νοσταλγία. Να φύγει, να ξεχάσει, να μπαρκάρει μακρυά από την μιζέρια του λιμανιού. 

Που ζει; Που αλλού; Στη Δραπετσώνα, στα Ταμπούρια ή στα Λιπάσματα. Τσίγκοι, παράγκες και φαντάσματα. Απίστευτη κόλαση. Ντρέπεσαι να περπατάς ανάμεσα στου συνοικισμούς αυτούς και να λέγεσαι Έλληνας. Σκουλήκια λες και περπατάνε γύρω σου. Μυρμηγκοφωλιές τα σπίτια. Και γύρω γύρω τεράστια τσιμεντένια εργοστάσια που πίνουν τον ιδρώτα και το αίμα των συνοικισμών. "Δουλεύουμε στα εργοστάσια" μου λέει κάποιος εκεί "τι να κάνουμε; να πεθάνουμε; μα τι ωφελεί; όλος ο ιδρώτας μας γίνεται ρέψιμο από καπνό που βγάζουν τα φουγάρα πάνω από από τα σπίτια μας στην Δραπετσώνα!" Ψωραλέα άλογα κουβαλάν πλανόδιους μικροπωλητές μέσα στη σκόνη, μικροσκοπικά μαγαζάκια ίσαμε που χωράνε ένα δυο άνθρωποι, κοιτάνε να συντηρήσουν ολόκληρη οικογένεια, ξυπόλητα, αδυνατισμένα και ξεβράκωτα παιδάκια παίζουν πόλεμο. Τι άλλο να κάμουν; Το σχολείο τρυπημένο από σφαίρες. Καρβουνόσκονη και μαύρη μοίρα. Αυτή είναι η Δραπετσώνα. Ένας μεσόκοπος με μπαλωμένο παντελόνι, αξύριστος γεμάτος πίκρα, άνεργος και παντρεμένος, γεροδεμένος και πολύτεκνος με κοιτάει καθισμένος στο ίδιο μικροσκοπικό ουζάδικο της λαϊκής γειτονιάς. Είναι αμίλητος. Σιγά σιγά, με τα ούζα, πιάνουμε κουβέντα: "Και τι δουλειά κάνεις;" τον ρωτώ. Με κοιτά πολύ βαριά κι αμφίβολα κι ύστερα από λίγο μου λέει με πειραιώτικο ύφος: "Είμαι ο Άγνωστος Στρατιώτης!" Πάω να χαμογελάσω αλλά με κόβει απότομα: "Ναι ρε φίλε, δε με πιστεύεις δηλαδή;" μου λέει "δεν τους λες κει στην Αθήνα που θα πας να με στήσουνε άγαλμα στο Σύνταγμα! Ότι κάνω δω θα κάνω και κει! Θα κάθομαι! Ε! Μόνο που θα τρώω για μεζέ και κανένα λουλούδι ή καμία δάφνη από τα στέφανα που θα μου φέρνουν! Ενώ εδώ... "νιχτς μαντζαρία"


Έτσι όσοι δεν έχουνε δουλειά γεμίζουν το Δημοπρατήριο. Παλιά σίδερα, έπιπλα, γραμμόφωνα, λάμπες, ρολόγια, ότι μπορεί να κατεβάσει ο νους του ανθρώπου είναι μαζεμένα εκεί. Τίμια ανθρωπάκια, νοικοκυρεύονται όπως όπως, φτιάχνουν το μαγαζάκι τους, το περιποιούνται, παίρνουνε και τη γυναικούλα να φτιάχνει τα σουβλάκια, τη βολεύουν, με το τίποτα. "Φτωχομάγαζα, για να ζήσει η φτωχολογιά" μου λέει ο Πρόεδρος του Δημοπρατηρίου, κοντός, αδύνατος, με γυαλιά και γένια τεσσάρων-πέντε ημερών. Μοιάζει με δάσκαλο ορεινού χωριού. Μα ολόκληρος ο Πειραιάς είναι ένα Δημοπρατήριο. Αγκομαχάει, φωνάζει, τυραννιέται, κοιτάει να ζήσει, διαμαρτύρεται μα κανείς δεν τον ακούει. Βαρέθηκε πια και κοιτάει να τα βολέψει όλα μόνος του, όπως όπως. Δεν έχει χάσει όμως το κουράγιο του. Όσο πιο πολύ βασανίζεται, τόσο περισσότερο σφίγγει τα δόντια του με λύσσα. Μόνο που καμιά φορά κουράζεται. Και η μόνη του αναπνοή είναι η Τρούμπα


Όλη την ημέρα η οδός Φίλωνος πουλάει Αμερικάνικα και το βράδυ ανάβει τα νέον φώτα της και ξεδιψάει Πειραιώτες και ξένους από τη σεξουαλική τους δίψα. Το "Κιτ Κατ", η "Αρτζεντίνα", η "Βιρτζίνια", τα λαϊκά καμπαρέ βρίσκονται στις δόξες τους τα μεσάνυχτα. Τα μπαρ "Ουάσινγκτον" και "Σικάγο" ποτίζουν τους Αμερικανούς ναύτες του Έκτου Στόλου με ψευδαισθήσεις του Σόχο, της Μασσαλίας και της Νάπολης και η ανάμνησις της Σπυριδούλας γυρίζει πάνω από τα κεφάλια των θαμώνων του "Τζων Μπουλ Μπαρ". Γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, όλοι είναι ανήσυχοι, νευρικοί και περιμένουν. Πίνουν μπύρα, νερωμένο ουίσκι και ψεύτικο κονιάκ, ζαλίζονται και δεν κοιτούν να βγουν τα νούμερα, να μερακλώσουν για λίγο, να ξεχάσουν την πραγματικότητα. Ο εκφωνητής αναγγέλλει τα πάντα ως "περίφημα" και "διεθνούς φήμης" εις "άπταιστον καθαρεύουσα" και "πταίουσαν" αγγλικήν. Αναγγέλλεται ως "περίφημος τσιγγάνα χορεύτρια" το Κατινάκι από το Δουργούτι ή το Βόλο. Χορεύει χτυπώντας το ντέφι σαν να πιάνει μύγες και τρέχει ο ιδρώτας και το οξυζενέ από το μαλλί της. Έπεται το "διεθνούς φήμης μπαλέτο Νίκολσον" και καταφθάνει στην πίστα η Νικολέτα από τη Λάρισα, η Λέλα από το Παγκράτι και η Μαριώ από το Βαρδάρη. Χορεύουν βιεννέζικους, τυρολέζικους και χαβανέζικους χορούς ενώ ο διπλανός φτύνει και μουρμουρίζει: "Πίτουρα!" Ακολουθεί ο απαραίτητος ισπανικός χορός με φαβορίτα και τακουνάκι σα τσαρούχι, η ανεκδιήγητος Ελληνίς ντιζέζ τυλιγμένη στο μικρόφωνο, ντυμένη στο έξωμα και μακριό κόκκινο μεταξωτό με τούλια και ασημένια αστεράκια. Κοντή με μουστάκι, χοντρή και άσχημη, έχει τα πάντα εκτός από φωνή. Ακολουθεί ο "χορός της φωτιάς", το κλου της βραδιάς. Τα φώτα σβήνουν θυμωμένα και τα μάτια ανοίγουν θαμπωμένα. Στο τέλος εμφανίζονται και τρεις τέσσερις ψηλές ξανθές Αυστριακές και Γερμανίδες, όμορφες, ταράζεται το κοινό, παραγγέλνει τα ίδια αλλά μένει μπουκάλα με το Κατινάκι, τη Νικολέτα και τη Μαριώ. Είναι πια τρεις τη νύχτα όταν τα ξενοδοχεία ύπνου αρχίζουν τη δουλειά. 


Κοιμάται ο Πειραιάς δυο τρεις ώρες για να αρχίσει ξημερώματα πάλι τη δουλειά. Να μπει στο μαγκανοπήγαδο. 

Κείμενο - Πηγές:

Κείμενο και Εικονογράφηση: Μίνως Αργυράκης
Εφημερίδα "Ελευθερία" - 1958

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου