Pages

Σάββατο, Ιανουαρίου 12, 2013

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΟΣ: ΕΝΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΤΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ

[...] Όταν ήμαστε μικροί, ο πατέρας μου μας πήγαινε βόλτα στο Πασαλιμάνι ή στον Ξαβέριο, στην ακτή Ξαβερίου δηλαδή. Πηγαίναμε πιο συχνά στον Ξαβέριο παρότι εκείνη την εποχή η περιοχή ήταν λιγότερο ανεπτυγμένη από το Πασαλιμάνι. Μας άρεσε πολύ αυτή η βόλτα και ο πατέρας μου σε κάθε έξοδο, συνήθως το απογευματάκι της Κυριακής, συνήθιζε να μας παίρνει από ένα λουκούμι του καθενός. Στο Πασαλιμάνι υπήρχαν εκείνη την εποχή καφενεία αλλά και το θέατρο Διονυσιάδου, όπου έρχονταν ηθοποιοί από την Αθήνα. [...]


[...] Ο Άγιος Βασίλειος στη δεκαετία του 1920 και του 1930 ήταν μια πολύ απομακρυσμένη συνοικία από το κέντρο του Πειραιά. Όμως εκεί ήταν το τέρμα του τραμ, του 17. Το 17 εκτελούσε τη διαδρομή Νέο Φάληρο - Τροχιοδρόμων - Λεωφόρος Σωκράτους - Άγιος Βασίλειος. Στην αρχή, όταν δηλαδή ήμουν μικρός, το τραμ το κινούσαν άλογα. [...]


[...] Εκείνη όμως που ήταν εντελώς ακατοίκητη, ήταν η Πειραϊκή Χερσόνησος, ένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι και το κατάστημά μας. Την εποχή τη δικιά μου ήταν ερημιά, γεμάτη βράχια, δεν υπήρχε τίποτα, κανένα σπίτι. Μετά άρχισε να κατοικείται, νομίζω γύρω στα 1940. Τον καιρό που ήμαστε παιδιά, εκεί τριγύρω ήταν όλα έρημα. Μαζευόμασταν λοιπόν ένα τσούρμο παιδιά και πηγαίναμε στην έρημη Πειραϊκή Χερσόνησο και παίζαμε πετροπόλεμο, το μοναδικό και γι'αυτό αγαπημένο μας παιχνίδι. Πηγαίναμε όμως και στου Κράκαρη, στη Φρεαττύδα και κάναμε μπάνιο. [...]


[...] Μετά το σχολαρχείο λοιπόν πήγα στην Εμπορική και Λογιστική Σχολή Παναγιωτόπουλου, που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Λεωφόρου Γεωργίου Α' και Νοταρά, απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο. [...]


Η αίθουσα που γινόταν η διδασκαλία βρισκόταν επί της οδού Νοταρά. Ακριβώς απέναντι ήταν το Μέγαρο Σπυράκη, μεταξύ των οδών Λεωφόρου Γεωργίου Α', Φίλωνος και Νοταρά. Καθόμουν πάντα στην πρώτη σειρά των θρανίων, και τι σύμπτωση, μπορούσα να διακρίνω από το παράθυρο το γραφείο του Στρίγκου, του Γεωργίου Στρίγκου[...]


[...] Ενθυμούμαι ακόμα την ημέρα του θανάτου του πατέρα μου. Ήταν Σάββατο απόγευμα του 1929, πρέπει να ήταν φθινόπωρο. Ο πατέρας επέστρεφε από ψώνια στον Πειραιά και έπεσε νεκρός στο δρόμο - από την καρδία του είπαν. Με τον αδερφό μου το Γιώργο αναλάβαμε, όπως ήταν φυσικό, όλες τις ευθύνες του σπιτιού και του καταστήματος. Η μεγάλη μας αδερφή, η δευτερότοκη, η Αγγελική, είχε ήδη παντρευτεί το 1925 σε μια λαμπρή τελετή - που έγινε στο Φάληρο - δεν ενθυμούμαι που ακριβώς, μάλλον στο Ακταίο, τον Πασχάλη, τον Βασίλειο Πασχάλη, εργοστασιάρχη βαμβακερών νημάτων από τη Λιβαδειά. [...] Ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα μας, το 1930, αποφασίσαμε να επεκταθούμε. Καταρχήν, για να μεγαλώσουμε το μαγαζί της Φανοστράτους, γκρεμίσαμε τον τοίχο που το χώριζε από την τραπεζαρία μας, με αποτέλεσμα να διπλασιασθεί το εμβαδόν του. Συγχρόνως αποφασίσαμε να ανοίξουμε και ένα άλλο κατάστημα σ'ένα από τα κεντρικότερα σημεία του Πειραιά, στην οδό Σωκράτους, στο ύψος του Δημοτικού Θεάτρου[...]


[...] Προπολεμικά στον Πειραιά, ενθυμούμαι, ανθούσε το εργοστάσιο Ρετσίνα αλλά και η Χρωπεί με τα χημικά προϊόντα της. Στη Χρωπεί ήταν η πρώτη απασχόλησή μου όταν ήμουν δεκάξι-δεκαεφτά ετών. Ήταν τότε πρόεδρος ο Σοφιανόπουλος θυμάμαι. [...] Την εποχή εκείνη, όσο και να φαίνεται περίεργο, υπήρχαν πολλές βιομηχανίες με αρκετά αξιόλογο εξοπλισμό. Κυρίως κλωστήρια όπως ο Καρέλας, ο Φουστάνος και ο Ρετσίνας. Μια ακόμη μεγάλη βιομηχανία ήταν τα Λιπάσματα, σχεδόν έξω από τον Πειραιά, στην άκρη του λιμανιού. [...] 


[...] Θυμάμαι και τους νεανικούς μου έρωτες. Όλοι οι νεανικοί μου έρωτες άρχιζαν, εξελίσσονταν και τελείωναν δυστυχώς στο Φάληρο, το νέο Φάληρο. Δε νομίζω ότι αυτό ίσχυε μόνο για μένα, αν θυμάμαι καλά - αλλά και για όλους του νεανικούς μου φίλους. Τι να πρωτοθυμηθώ από αυτή τη μαγική - θα τη χαρακτήριζα - πολιτεία, το νέο Φάληρο. Το τραμ, το 17, μας οδηγούσε κατευθείαν από τον Άγιο Βασίλειο στο νέο Φάληρο. Το τέρμα του ήταν ακριβώς πίσω από το Ξενοδοχείο του Ρούσου. Αυτό το ξενοδοχείο παρότι ήταν λιγότερο λαμπρό από το Ακταίο και με μικρότερη φήμη, νομίζω ότι το αδικεί λίγο η ιστορία. Το Ξενοδοχείο του Ρούσου είχε μια μαρμάρινη εξέδρα και ένα εστιατόριο πολυτελές, όπου κατέβαιναν οι πλούσιοι Αθηναίοι. Είχε και μουσική. Είχε ενθυμούμαι και ένα πιάνο, ένα βιολί, ένα βιολοντσέλο. Το ξενοδοχείο είχε και ζαχαροπλαστείο, όπου μπορούσες να φας το παγωτό σου, τι νεωτερισμός και αυτός! Στην αρχή, όταν δεν είχαμε ψυγεία και πάγο, τρώγαμε μόνο γλυκό του κουταλιού. Το παγωτό ήταν πραγματική επανάσταση. [...]


[...] Το Ακταίο ήταν άλλο πράγμα. Απευθυνόταν σε άλλου είδους κοινό εκείνη την εποχή, για να μη σας πω ότι απευθυνόταν σε άλλου είδους ερωτευμένους. Στο Ακταίο δίδονταν λαμπροί χοροί για τα υψηλότερα ή μάλλον για τα υψηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα της Ελλάδας των αρχών του αιώνα μας. Δεν ήταν για μας το Ακταίο. Άλλωστε δεν είχε τραπεζάκια έξω και δεν ήταν μπροστά στη θάλασσα, άσχετα αν έβλεπε θάλασσα από πιο μακριά. [...]


[...] Όμως εκείνα που έχουν μείνει χαραγμένα ανεξίτηλα στη μνήμη μου είναι η εξέδρα του Φαλήρου και τα ραντεβού με φιλεναδούλες καθώς επίσης και τα λουτρά. Μια βόλτα στην εξέδρα ήταν ένα πραγματικό σεργιάνι σε ολόκληρο τον κόσμο, ιδίως αν συναντούσες εκείνη που περίμενες. Εκείνες οι ατελείωτες βόλτες στην εξέδρα με συντρόφευσαν στις πιο δύσκολες ώρες της ζωής μου. [...]


[...] Και μετά φαντάζεστε τη διαφορά; Να φεύγεις από του Κράκαρη, όπου κολυμπούσα σχεδόν μόνος μου με τους φίλους μου ή και μερικά ακόμη παιδιά της γύρω περιοχής, να φεύγεις λοιπόν από του Κράκαρη και να βρίσκεσαι στα λουτρά του Φαλήρου! Στα λουτρά του Φαλήρου κολυμπούσαν και γυναίκες και κυρίως μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής μου. Μπορεί τα λουτρά ανδρών και γυναικών να ήταν ξεχωριστά, τις γυναίκες όμως τις αισθανόσουν δίπλα σου. Μπορεί να μην τολμούσες να τις ακουμπήσεις, να μην μπορούσες να τους μιλήσεις, αλλά ήταν εκεί. [...]


[...] Τα δικά μου τα χρόνια ενθυμούμαι όλη σχεδόν την νεολαία του Πειραιά, ένα μικρό μόνο μέρος ήταν Αθηναίοι, να κατεβαίνει στο Φάληρο και να κάνει τη βόλτα της από το Θέατρο έως το περίπτερο μπροστά από το Ακταίο. Ταραντέλα δεν το έλεγαν; Εκεί το ξενοδοχείο του Ρούσου έβγαζε και τραπεζάκια έξω, δεξιά και αριστερά. [...] 


[...] Υπήρχαν και στον Πειραιά βόλτες. Μπορούσες για παράδειγμα να πας στο Πασαλιμάνι. Η βόλτα στο Πασαλιμάνι είχε επεκταθεί πολύ με τα χρόνια, έφτανε μέχρι την πλατεία Αλεξάνδρας. [...]


[...] Στο Φάληρο υπήρχε και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός ο οποίος δεν υπάρχει σήμερα. Ο Ηλεκτρικός Σταθμός ήταν 100-150 μέτρα πιο μέσα από την παραλία. Ήταν το κιόσκι, ένας κήπος και μετά το κτίριο του Ηλεκτρικού Σταθμού. Και ήταν και η γέφυρα που σε οδηγούσε στην άλλη πλευρά των σιδηροδρομικών γραμμών. [...]


[...] Στο Φάληρο, στο ποδηλατοδρόμιο που έγινε για τις ανάγκες των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 παρακολουθήσαμε για πρώτη φορά αγώνες ποδοσφαίρου. Θυμάμαι ότι οι θεατές ήταν όρθιοι και κάποιος περνούσε κατά τη διάρκεια του αγώνα και πληρώναμε το εισιτήριο. Το ποδηλατοδρόμιο ήταν το μοναδικό γήπεδο στον Πειραιά. [...]


[...] Κακά τα ψέματα, στο Φάληρο όλοι αισθανόμασταν Ευρωπαίοι. Όμως οφείλω να ομολογήσω ότι, εκτός από τα μεγάλα ξενοδοχεία του Φαλήρου και κάποια μεγάλα αστικά σπίτια, η υπόλοιπη περιοχή ήταν σχεδόν έρημη. Τα σπίτια στις παρυφές του Φαλήρου και το Τουρκολίμανο ήταν πολύ αραιά. Αν το Φάληρο δε σε εντυπωσίαζε με την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά του, θα'λεγες ότι η περιοχή ήταν ακατοίκητη. [...]


[...] Την εποχή εκείνη, που ξεκίνησα εγώ τα επιχειρηματικά μου βήματα, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, κυριαρχούσε περισσότερο η αρχοντιά, οι μεγάλες οικογένειες, οι οποίες τουλάχιστον στον Πειραιά, είχαν ιδιαίτερη συνοικία: το Πάνθεον, τη γνωστή σε όλους Τερψιθέα. Ειδικά στο δρόμο που ενώνει το Πασαλιμάνι με την Τρούμπα, την οδό Αιγέως, νομίζω τη λένε Δευτέρας Μεραρχίας σήμερα. Αυτές οι μετονομασίες των οδών, έχω την εντύπωση ότι καταστρέφουν ένα κομμάτι από την ιστορικότητα της πόλης. Ας είναι όμως. Στην Τερψιθέα λοιπόν, αν σταθείτε στην οδό Αιγέως, βλέπετε από τη μια την Τρούμπα και από την άλλη το Πασαλιμάνι. Εκεί έμεναν π.χ. οι μεγάλοι ποτοποιοί, όπως ο Αναγνωστόπουλος. Οι μεγάλες εμπορικές αριστοκρατικές οικογένειες ζούσαν από τον κήπο της Τερψιθέας και προς το Πασαλιμάνι. Εκεί εθεωρείτο η συνοικία των μεγαλόσχημων και των μεγαλοβιομηχάνων του Πειραιώς. Το τελευταίο σπίτι ήταν του Στρίγκου - αυτό με την εξαιρετική πινακοθήκη. [...]


[...] Ενθυμούμαι το ξενοδοχείο Continental. Σ'αυτό το ξενοδοχείο έμεναν όλοι, όσοι έρχονταν από τα ξένα για δουλειές στον Πειραιά, γιατί τότε ο Πειραιάς είχε τα εγχώρια προϊόντα  δηλαδή όσπρια, μπακαλιάρους, ρέγγες κ.λ. Οι έμποροι λοιπόν από τις επαρχίες και τα νησιά πήγαιναν στο Continental, γιατί ήταν το πιο αριστοκρατικό. Υπήρχαν βέβαια και άλλα ξενοδοχεία, δευτερότερα. Αυτό όμως είχε την καλύτερη φήμη. Ήταν πολυόροφο, ωραία διακοσμημένο, πολυτελές και μέσα στην περιοχή του λιμανιού, δίπλα από τα πλοία, κοντά στο σιδηρόδρομο και τα εμπορικά. [...]


[...] Την Τρούμπα, την έλεγαν Τρούμπα γιατί εκεί ήταν η αποβάθρα, τι αποβάθρα δηλαδή, μη φανταστείτε τίποτε εντυπωσιακά λιμενικά έργα, στοιχειώδη πράγματα. Εκεί λοιπόν υπήρχε η αντλία για το νερό που έφτανε κυρίως από τον Πόρο, το νερό αυτό αναδιανεμόνατε στην πόλη, αλλά τροφοδοτούσε και τα πλοία. Το πρόβλημα της έλλειψης του νερού - και κατά συνέπεια της καθαριότητας - το θυμάμαι έντονο όχι μόνο στα πρώτα χρόνια που άνοιξα το κατάστημα του Πειραιώς αλλά και στην παιδική μου ηλικία. [...]


[...] Ενθυμούμαι ότι μπροστά από τον Άγιο Σπυρίδωνα υπήρχαν ισόγεια καταστήματα. Εκεί στη γωνία ακριβώς ήταν το κατάστημα του Πουλόπουλου, που κατασκεύαζε ρεπούμπλικες. Υπήρχαν και καταστήματα με διάφορα είδη, κυρίως για τους ναυτικούς. [...] Στο λιμάνι του Πειραιά υπήρχαν και πολλά εστιατόρια με πατσά. [...]


[...] Εκείνο όμως που είναι ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη μου είναι η Πειραϊκή Χερσόνησος. Αυτή ήταν μια περιοχή έρημος, πετροπόλεμο παίζαμε, δεν υπήρχε σπίτι και μόλις ήρθαν οι πρόσφυγες τους έδωσαν την περιοχή αυτή και έγινε η Καλλίπολις. Εκεί, σ'αυτά τα βράχια, όταν ήταν η Καθαρά Δευτέρα, τα Κούλουμα, πήγαιναν όλοι οι Πειραιώτες και οι Αθηναίοι, στα βράχια επάνω και έτρωγαν εκεί χάμω. Δεν υπήρχαν καρέκλες και εστιατόρια. Ήταν πανηγύρι. [...]


Απαραίτητη Σημείωση - Αντί Επιλόγου:

Το ως άνω κείμενο αποτελείται από μια επιλογή κειμένων προερχόμενων από τις προφορικές μαρτυρίες του Χρήστου Πανάγου, ως αποτέλεσμα μιας σειράς συνεντεύξεων που δόθηκαν το καλοκαίρι του 1999 στην κα. Ευαγγελία Μπαφούνη και παρουσιάζονται από το Ινστιτούτο Μελέτης της Τοπικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Επιχειρήσεων (Ι.Μ.Τ.Ι.Ι.Ε.) στον κάτωθι εικονιζόμενο ξεχωριστό τόμο τον οποίο αξίζει να προμηθευτείτε:


Ο Χρήστος Πανάγος (1906-2001) γεννήθηκε στον Πειραιά και υπήρξε αριστούχος διδάκτωρ της ΑΣΟΕΕ (1949), ενεργό και διακεκριμένο μέλος του ΕΒΕΑ (γενικός γραμματέας, αντιπρόεδρος και πρόεδρος), επιχειρηματίας, αρθρογράφος, με πλούσιο συγγραφικό έργο για την ιστορία του Πειραιά αλλά και για οικονομικά θέματα.

Φωτογραφίες: 
  • Όλες οι φωτογραφίες / επιστολικά δελτιάρια (carte postales) εποχής ανήκουν στους νομίμους κατόχους αυτών. 
  • Στο παρόν αφιέρωμα έγινε μια προσπάθεια αντιστοίχισης των μαρτυριών με εικόνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου