Ο γεννημένος στο Βερολίνο στις 20 Νοεμβρίου του 1883 Paul Schulz (πλήρες ονοματεπώνυμο Wilhelm Klemens Paul Schulz) υπήρξε μεταλλειολόγος μηχανικός και ερασιτέχνης φωτογράφος. Ο ίδιος, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στον τομέα της μεταλλειολογίας στην Ακαδημία του Freiberg (TU Bergakademie Freiberg), στη Σαξονία (1906-1911), παρέμεινε στο προαναφερθέν ίδρυμα του Freiberg ως βοηθός για ακόμα μια χρονιά. Αρχής γενομένης από το έτος 1913, εργάστηκε για λογαριασμό διαφόρων εταιριών στη Δρέσδη και στο Halle (Saale). Την επόμενη χρονιά (1914), ο Schulz ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δρέσδης (Technische Universität Dresden — TU Dresden). Στις αρχές της δεκαετίας του '20, ο Paul Schulz έλαβε την κρατική άδεια εξάσκησης επαγγέλματος ανθρακωρύχου, η οποία ήταν απαραίτητη για να προσληφθεί σε διοικητικές θέσεις εργασίας στα κρατικά ορυχεία άνθρακα της Δρέσδης. Μέχρι τα τέλη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, o Schulz εργάστηκε στον δημόσιο τομέα, ενώ αργότερα έγινε ελεύθερος επαγγελματίας. Το πάθος του για την φωτογραφία, το οποίο είχε ξεκινήσει από τα παιδικά του χρόνια, τον ακολούθησε σε ολόκληρη την ζωή, καθώς φωτογράφιζε συστηματικά τόσο τις ιδιωτικές στιγμές του, όσο και κατά τη διάρκεια των πολυάριθμων ταξιδίων που πραγματοποίησε ανά την Ευρώπη - δείχνοντας όπως ήταν φυσικό έναν ιδιαίτερο ζήλο και προτίμηση ως προς την φωτογράφηση θεμάτων σχετικών με τα ορυχεία. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές, το ενδιαφέρον του δεν υπήρξε απλά φωτογραφικό, καθώς ο ίδιος κατέγραφε επιπλέον ιστορικές πληροφορίες σχετικές με τις μεταλλειολογικού ενδιαφέροντος φωτογραφίες που τράβαγε. Το φωτογραφικό αρχείο του Paul Schulz, το οποίο αριθμεί περίπου 15.000 αρνητικά, φυλάσσεται από το 1980 στην Γερμανική Φωτοθήκη (Deutsche Fotothek) και περιλαμβάνει φωτογραφικές καταγραφές από το έτος 1902 και μέχρι τη δεκαετία του 1960. Ο Paul Schulz, αποβίωσε στις 29 Αυγούστου του 1967 και ενταφιάστηκε στο Dresden-Langebrück.
Ο Γερμανός μεταλλειολόγος μηχανικός και ερασιτέχνης φωτογράφος, σύμφωνα με τα όσα προκύπτουν από την μελέτη του ψηφιοποιημένου φωτογραφικού αρχείου του, επισκέφθηκε την Ελλάδα τουλάχιστον τρεις φορές. Το πρώτο ταξίδι του Paul Schulz στην Ελλάδα καταγράφεται τον Μάιο του έτους 1928, με τον ίδιο να επισκέπτεται την Αθήνα όπου φωτογράφησε τις κλασικές αρχαιότητες, τον Πειραιά αλλά και την Κέρκυρα. Τον Μάιο του έτους 1934, ο Paul Schulz βρέθηκε ξανά στη χώρα μας, επισκεπτόμενος εκ νέου την Αθήνα, την Μονή Δαφνίου, τα αρχαιολογικά ευρήματα στην Ελευσίνα, στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες, το Ναύπλιο, την αρχαία Ολυμπία, το Κατάκολο, τους Δελφούς, την Ιτέα, την Ρόδο και (ξανά) την Κέρκυρα. Τέλος, κατά το έτος 1945, ο Paul Schulz επισκέφθηκε ξανά την Αθήνα, τους Δελφούς και την Κέρκυρα ενώ πέρασε και από το λιμάνι της Πάτρας.
Οι πειραϊκού ενδιαφέροντος φωτογραφίες του Paul Schulz, οι οποίες τοποθετούνται χρονικά κατά τον μήνα Μάιο του έτους 1928, έχουν πολλάκις αναπαραχθεί στο ελληνικό διαδίκτυο, συχνά συνοδεία λανθασμένων εκτιμήσεων, περιγραφών και σχολίων, από ανθρώπους άσχετους με τα του Πειραιώς. Στο παρόν αφιέρωμα του ιστολογίου του MLP επιχειρείται μια όσο το δυνατόν πιο τεκμηριωμένη παρουσίαση των εν Πειραιεί φωτογραφικών καταγραφών του Paul Schulz.
Ο φυσικός όρμος της αρχαίας Μουνιχίας, το Τουρκολίμανο - μετέπειτα Μικρολίμανο - δια χειρός Paul Schulz, με την έπαυλη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου να δεσπόζει στο πλέον προνομιακό σημείο λίγα χρόνια προ της κατεδαφίσεώς της. Η παραλιακή οδός του Τουρκολίμανου ήταν βεβαίως ακόμα ένας δύσβατος χωματόδρομος, με μικρούς αυτοσχέδιους μόλους όπου έδεναν τα καΐκια των αλιέων, ενώ ευδιάκριτες είναι ορισμένες ταβέρνες, ζυθοπωλεία και ζαχαροπλαστεία. Μια προσεκτική μελέτη της αρχειακής εικόνας αποκαλύπτει επίσης τις ιδιότυπες αρχιτεκτονικές απολήξεις της επαύλεως Βασιλειάδου, της επαύλεως Μαυρομιχάλη και της επαύλεως Οριγώνη, ενώ ευδιάκριτα είναι τα δίδυμα καστρόσπιτα της οδού Παυσίλυπου. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός πως, παρότι σύμφωνα με την Γερμανική Φωτοθήκη η εν λόγω φωτογραφία τοποθετείται χρονικά κατά τον μήνα Μάιο του 1928, εντούτοις υφίσταται πλήθος κόσμου συγκεντρωμένος στον μικρό μώλο στο ύψος της οδού Επιδαύρου, εικόνα που παραπέμπει περισσότερο σε Θεοφάνια.
Στη δεύτερη κατά σειρά φωτογραφία, ο Paul Schulz βρισκόταν επί της τότε λεωφόρου Φαλήρου (νυν Βασιλέως Παύλου ή Αλέξανδρου Παπαναστασίου) καταγράφοντας τμήμα της ακτής Πρωτοψάλτη (νυν ακτή Αθηνάς Δηλαβέρη). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως στο τμήμα της ακτής Πρωτοψάλτη προς την Μυρτιδιώτισσα (σσ. ο πρώτος ιερός ναός δεν είχε ακόμα οικοδομηθεί) υπήρχε αμμουδιά και περίπατος αναψυχής, ενώ διακρίνονται ορισμένες ισόγειες ταβέρνες / ζυθοπωλεία. Επίσης, στο δεξί άκρο του φωτογραφικού κάδρου διακρίνεται εμφανώς το θέατρο του νέου Φαλήρου με τους δυο χαρακτηριστικούς πυργίσκους ενώ προς το βάθος, όπισθεν και στα πέριξ του Ποδηλατοδρομίου, καταγράφεται μεγάλος αριθμός βιομηχανικών μονάδων με τις χαρακτηριστικές καμινάδες. Αντίστοιχα, στο κέντρο του φωτογραφικού κάδρου διακρίνονται οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου των αδελφών Ρετσίνα επί της οδού Τζαβέλλα, οι καπνοδόχοι των κλωστοϋφαντουργικών μονάδων που λειτουργούσαν πλησίον των γραμμών του Ηλεκτρικού ενώ στο βάθος ξεχωρίζει ο βιομηχανικός όγκος του εργοστασίου της οινοπνευματοποιΐας Ε. Φινόπουλου επί της οδού Πειραιώς.
Παραμένουμε στην ίδια περιοχή με τον Γερμανό φωτογράφο να έχει μεταφερθεί πλέον επί της αμμουδιάς στην ακτή Πρωτοψάλτη (νυν ακτή Αθηνάς Δηλαβέρη), όπου οι ταβέρνες που λειτουργούσαν τοποθετούσαν λιγοστά τραπεζοκαθίσματα κυριολεκτικά πάνω στο κύμα. Απέναντι, καταγράφονται αρκετά από τα κτίρια της υπερκείμενης λεωφόρου Φαλήρου μεταξύ των οποίων οι επαύλεις Αξελού, Ραβελάκη και Πολυχρονίδη, ενώ στο άκρο της χερσονήσου διακρίνεται μερικώς η έπαυλις του Αλέξανδρου Ζαχαρίου. Κάτωθεν της λεωφόρου Φαλήρου προς την βραχώδη ακτή (Πρωτοψάλτη), όπου δεν υπήρχε βεβαίως διαμορφωμένος δρόμος (σσ. η επικοινωνία με την υπερκείμενη λεωφόρο Φαλήρου επιτυγχανόταν με κλίμακες), διακρίνονται ορισμένες οικίες αλλά και πρόχειρες κατασκευές (παραπήγματα) τα οποία χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο οι αλιείς της περιοχής καθώς επίσης το κτίριο που μετεξελίχθηκε στο κοσμικό κέντρο "Η Λάμψις της Σελήνης".
Η τέταρτη κατά σειρά φωτογραφική καταγραφή του Paul Schulz διαφέρει από τις προηγούμενες λόγω του γεγονότος πως έχει ληφθεί εν πλω αποτυπώνοντας τον λόφο της Καστέλλας. Στην συγκεκριμένη λήψη, διακρίνονται εκ νέου ορισμένες από τις πλέον σημαντικές οικίες της παλαιάς λεωφόρου Φαλήρου (νυν Βασιλέως Παύλου ή Αλέξανδρου Παπαναστασίου) όπως λ.χ. η οικία Μακκά, ενώ ξανά καταγράφεται η έπαυλις του Αλέξανδρου Ζαχαρίου στο δεξί άκρο της οικίας και η έπαυλις του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου στο αριστερό άκρο. Ευδιάκριτος επίσης ο όγκος του ιερού ναού του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του λόφου της Καστέλλας.
Στην επόμενη καταγραφή του Paul Schulz, ο Γερμανός ερασιτέχνης φωτογράφος κατέγραψε την σκονισμένη / λασπωμένη οδό Τζαβέλ(λ)α, στη συμβολή με την οδό Ζέας. Σε πρώτο πλάνο καταγράφεται το ισόγειο κτίριο όπου λειτουργούσε το παντοπωλείο του Κ. Σαρανταβγά, όπως μαρτυρά η σχετική ευδιάκριτη πινακίδα. Πράγματι, κατόπιν σχετικής έρευνας σε παλαιούς Οδηγούς του Πειραιώς, προκύπτει πως το παντοπωλείο του Κ. Σαρανταυγά (ή Σαρανταβγά) βρισκόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1910 στον αριθμό "5" της οδού Τζαβέλ(λ)α. Βέβαια, μια πιο προσεκτική ματιά στην φωτογραφία του Paul Schulz θα αποκαλύψει πως το παντοπωλείο του Σαρανταβγά μάλλον είχε κλείσει και το κτίριο χρησίμευε ως κατάστημα αποθήκευσης και πώλησης κανατιών και ίσως σημείο πώλησης ύδατος. Όπως και να έχει, το έναυσμα του Paul Schulz για την καταγραφή της συγκεκριμένης λήψης υπήρξε η παρουσία της ιππήλατης υδροφόρας (νερουλάδικο) - σσ. άλλωστε η φωτογραφία στα γερμανικά είχε σημανθεί ως "Piräus, Wasserverkäufer". Λίγα μέτρα παρακάτω, ένας άνδρας κατηφορίζει την οδό Τζαβέλ(λ)α, με τα ισόγεια και διώροφα σπίτια και τα καταστήματα, ενώ στο φωτογραφικό κάδρο περιλαμβάνονται αρκετές οικίες που βρίσκονταν κτισμένες στα υψηλότερα σημεία του λόφου της Καστέλλας.
Τελευταία φωτογραφική καταγραφή του Paul Schulz από τον Πειραιά του έτους 1928 (σύμφωνα με την χρονολόγηση που παρέχει η Γερμανική Φωτοθήκη), με τον Γερμανό φωτογράφο να αποτυπώνει έναν βραχώδη κακοτράχαλο δρόμο, ο οποίος δεν είναι άλλος από την σύγχρονη οδό Ευαγγελιστρίας (σσ. εκείνη την εποχή ονομαζόταν οδός Ιπποδάμειας), μεταξύ των τότε επίσης δύσβατων οδών Θεάτρου και Νεωρίων (σκαλάκια). Με λίγα λόγια, ο φωτογράφος, βρίσκεται αρκετά κοντά στο σημείο της προηγούμενης λήψεως επί της οδού Τζαβέλ(λ)α. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως πλήθος κόσμου είχε βγει στα πλατύσκαλα των οικιών και στους εξώστες παρατηρώντας τον φωτογράφο και την φωτογραφική μηχανή του. Αξιοσημείωτο είναι δε το γεγονός πως το κτίριο που διακρίνεται στη συμβολή των οδών Ευαγγελιστρίας και Νεωρίων 6 (σύμφωνα με την ισχύουσα σύγχρονη αρίθμηση), υφίσταται εγκαταλειμμένο και ετοιμόρροπο μέχρι τις μέρες μας.
Κείμενο - Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων.
Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
- Deutsche Fotothek
- Οδηγοί Πόλεως
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου