Ευρισκόμενοι πλέον στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ο αριθμός των υπαίθριων πωλητών κουλουριών, ήτοι των κουλουράδων ή κουλουρτζήδων, μειώνεται διαρκώς. Για πλανόδιους πωλητές κουλουριών δε, ούτε λόγος πλέον. Το επάγγελμα του κουλουρτζή, δηλαδή του μικροπωλητή που συχνάζει σε καθημερινή βάση, ιδίως κατά τις πρώτες πρωινές ώρες, σε κεντρικά σημεία (πόστα) από όπου συνήθως περνάει πολύς κόσμος, πουλώντας κουλούρια κυρίως τύπου Θεσσαλονίκης (με σουσάμι), ακολουθεί τη μοίρα των υπολοίπων υπαίθριων / πλανόδιων μικροεπαγγελματιών που άκμασαν πριν από δεκαετίες, όπως λ.χ. ο καστανάς, ο λούστρος, ο στραγαλατζής, ο σαλεπιτζής, ο παγοπώλης, ο παγωτατζής, ο εφημεριδοπώλης, ο λαχειοπώλης, ο γαλατάς κ.ο.κ., επαγγέλματα τα οποία είτε έχουν ήδη εκλείψει οριστικά, είτε έχουν μειωθεί δραματικά οι αριθμοί των ασχολουμένων με αυτά.
Κουλουρτζήδες φορώντας την επίσημη υποχρεωτική λευκή ενδυμασία στο λιμάνι του Πειραιά της δεκαετίας του 1960:
Στον Πειραιά, τα κύρια πόστα των υπαίθριων κουλουρτζήδων του πάλαι ποτέ βρίσκονταν στις κεντρικές πλατείες της πόλεως (λ.χ. στην πλατεία Καραΐσκάκη, στην πλατεία Θεμιστοκλέους, στην πλατεία Κοραή), έξω από σχολεία και δημόσιες υπηρεσίες, στις προκυμαίες της ακτής Μιαούλης πλησίον των πλοίων που αναχωρούσαν, στα πέριξ του Ωρολογίου (Δημαρχείου), του Τινανείου Κήπου και της παλαιάς Αγοράς, στις εμπορικές οδούς (λ.χ. στην οδό Γούναρη), έξω και μέσα στον Σταθμό του Ηλεκτρικού ή και έξω από κινηματογράφους πριν τις απογευματινές παραστάσεις κ.ο.κ. Αξιομνημόνευτος δε, στον προπολεμικό Πειραιά, υπήρξε ο διάσημος κουλουρτζής ονόματι Σωκράτης, ο οποίος είχε την άδεια να εισέρχεται στο μεγάλο προαύλιο του Α' Προτύπου Γυμνασίου Αρρένων Πειραιώς (της μετέπειτα γνωστής Ιωνιδείου Προτύπου Σχολής), πωλώντας στους μαθητές μεγάλες σουσαμένιες κουλούρες από στάρι Ρωσίας στους μαθητές!
Κατά το παρελθόν, συχνότατο ήταν το φαινόμενο οι κουλουρτζήδες να μεταφέρουν και να πωλούν τα κουλούρια τους (κυρίως Θεσσαλονίκης, ή "πολίτικα", ή "γερμανικά") είτε με τη χρήση σιδερένιων ή ξύλινων τροχήλατων προθηκών (βιτρινών), είτε σε μεγάλα πλεχτά καλάθια, είτε σε μεγάλες τάβλες ενώ πολλοί δε δίσταζαν να στερεώνουν τις τάβλες ή και τα καλάθια στα κεφάλια τους (σσ. γνωστοί ήσαν κυρίως οι Ηπειρώτες κουλουρτζήδες λόγω του χαρακτηριστικού σχήματος του κεφαλιού τους που επέτρεπε εύκολα στην τάβλα να ισορροπεί). Την ίδια στιγμή, διαλαλούσαν την παρουσία τους με χαρακτηριστικές ατάκες όπως "εδώ το φρέσκο τραγανό κουλούρι", "τώρα βγήκαν από τον φούρνο κύριοι", "νόστιμα ζεστά κουλούρια", "κουλούρια ζεστά", "κουλουράκι ξεροψημένο, ορίστε", "νόστιμα Θεσσαλονίκης" κ.α.! Τα κουλούρια αυτά, παραγωγής κάποιων ιδιαίτερων φούρνων των Αθηνών και του Πειραιώς που εξειδικεύονταν στο συγκεκριμένο προϊόν, αγοράζονταν από τους κουλουρτζήδες με κόστος 50 λεπτών της δραχμής το καθένα και πωλούνταν εν συνεχεία στους δρόμους για 1 δραχμή το ένα συχνά με συνοδεία ενός μικρού κομματιού τυριού!
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως παλαιότερα στην Ελλάδα χρησιμοποιόταν συχνά ο όρος σιμιτζής ή σιμιτσής, αναφερόμενος στον μικρέμπορο που πωλούσε "σιμίτια" (δηλαδή κουλούρια), με τη λέξη να προκύπτει βεβαίως από τον τουρκικό όρο simit, που με τη σειρά του προέρχεται από την αραβική λέξη samīd (سميد), ενώ αντίστοιχα η λέξη "κουλούρι" φέρεται να προέρχεται από τη βυζαντινή λέξη "κολλίκιον".
Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, η διαφορά μεταξύ των καθιστών υπαίθριων κουλουρτζήδων και των γυρολόγων πλανόδιων συναδέλφων βρισκόταν στο γεγονός πως οι μεν πρώτοι διέθεταν άδεια από την Αστυνομία για το πόστο τους (σσ. κατά πλειοψηφία επρόκειτο για αναπήρους), περνώντας συχνά από επισκέψεις Αστιάτρων που τους έλεγχαν. Από την άλλη πλευρά, οι δε πλανόδιοι κουλουρτζήδες στερούνταν σχετικής άδειας και θεωρούνταν παράνομοι και "αντιτουριστικοί" (σσ. "πειρατές των πεζοδρομίων" τους αποκαλούσαν κάποιοι), με αποτέλεσμα η Αστυνομία να τους καταδιώκει με άγριες διαθέσεις, συχνά να τους συλλαμβάνει για παράβαση του σχετικού "νόμου περί κουλουροπωλών" και να τους μεταφέρει στο αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα για κράτηση συνήθως λίγων ωρών.
Κατά το παρελθόν, το επάγγελμα του κουλουρτζή δεν είχε ηλικία (σσ. στους δρόμους του μεταπολεμικού Πειραιά και της Αθήνας μπορούσε κανείς να εντοπίσει υπαίθριους και πλανόδιους κουλουρτζήδες από 7 χρονών (ο Γιαννάκης της Αγοράς) μέχρι 86 χρονών (ο Σάββας του Μεταξουργείου) να λιώνουν καθημερινά τα παπούτσια τους). Βέβαια, ήταν δυστυχώς συχνό το φαινόμενο, το επάγγελμα του πλανόδιου ή/και υπαίθριου "άνευ αδείας" κουλουρτζή να το εξασκούν ανήλικα παιδιά, με σκοπό να βγάλουν τα προς το ζην.
Μια ενδεικτική παλαιότερη φωτογραφική καταγραφή από τον Πειραιά της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα με έναν υπαίθριο κουλουρτζή, με την τροχήλατη βιτρίνα του, στην πολυσύχναστη συμβολή της ακτής Μιαούλη με τη λεωφόρο Δευτέρας Μεραρχίας.
Ο τελευταίος ανάπηρος κουλουρτζής με πόστο επί της ακτής Μιαούλη, πλησίον της συμβολής με την οδό Φιλελλήνων, με το χαρακτηριστικό μεγάλο πλεκτό καλάθι και την σιδερένια τροχήλατη βιτρίνα. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε πως οι συγκεκριμένοι κουλουρτζήδες με τα σταθερά πόστα και τις γυάλινες προθήκες κατά το παρελθόν πωλούσαν εκτός από κουλούρια και ψωμάκια, φρυγανιές, παξιμάδια, πάστες - φρούτων, τυράκια, βούτυρο, αυγά και ζαμπόν!
Μια σχετικά πρόσφατη φωτογραφική καταγραφή ενός υπαίθριου κουλουρτζή, εντός των εγκαταστάσεων του κεντρικού λιμένος Πειραιώς, από το καλοκαίρι του έτους 2022.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε πως στο Πέραμα, προ της αναχωρήσεως των ferry boats της γραμμής Πέραμα - Παλούκια (Σαλαμίνας), πλανόδιοι πωλητές κουλουριών αλλά και άλλων προϊόντων εισέρχονται για λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση του εκάστοτε πλοίου περνώντας με την πραμάτεια τους ανάμεσα στα ΙΧ αυτοκίνητα.
Έτερη φωτογραφική καταγραφή ενός σταθερού πόστου στη συμβολή της εμπορικής οδού Τσαμαδού με τη λεωφόρο Εθνικής Αντιστάσεως, εκεί όπου κάθε πρωί ένας υπαίθριος πωλητής κουλουριών διαθέτει μέσα σε μια μικρή γυάλινη προθήκη τα κουλούρια του.
Σε αντίθεση με τους αριθμούς των πλανόδιων / υπαίθριων κουλουρτζήδων που πλέον μετριούνται στα δάχτυλα, η ζήτηση και κατανάλωση του κουλουριού τύπου Θεσσαλονίκης περνάει εσχάτως μια περίοδο ακμής, καθώς πληθώρα καταστημάτων (σσ. συνήθως επωνύμων αλυσίδων, που αναπτύσσονται με τη μέθοδο του franchise) που πωλούν κουλούρια και συναφή προϊόντα έχουν ανοίξει στον Πειραιά και όχι μόνον (λ.χ. "Κουλουράδες", "Koulour Koulour", "Mon Kulur" κ.α.). Αξιομνημόνευτο είναι επίσης το γεγονός πως το γνωστό εδώ και δεκαετίες "Κουλούρι του Ψυρρή", έχει επίσης ανοίξει εδώ και αρκετά χρόνια υποκατάστημα στον Πειραιά ενώ όπως είναι φυσικό, κουλούρια διαφόρων ειδών και τύπων πωλούνται σε σταθερή βάση στην πλειοψηφία των αρτοποιείων (φούρνων) της πόλεως.
Εκτός από την Ελλάδα, υπαίθριους και πλανόδιους κουλουρτζήδες μπορεί κάποιος να συναντήσει στις χώρες της Βαλκανικής, στη Μέση Ανατολή και βεβαίως στην Τουρκία.
Αντί επιλόγου, ορισμένες εικόνες από την Κωνσταντινούπολη, εκεί όπου πολυάριθμοι σιμιτζήδες πωλούν τα κουλούρια τους (simit) - συνήθως λίγο πιο αφράτα και αρκετά πιο πικρά από τα ελληνικά - σε κάθε γωνιά της Πόλης, με τα χαρακτηριστικά ερυθρόλευκα τροχήλατα οχήματα με τις γυάλινες προθήκες, η πλειοψηφία των οποίων ομοιάζουν με τα παλιά βαγόνια του τοπικού τραμ!
Στην Πόλη βέβαια, όπως και στην Ελλάδα, κουλούρια (σιμίτια) και άλλα συναφή προϊόντα πωλούνται επίσης σε φούρνους (αρτοποιεία) αλλά και σε αλυσίδες όπως λ.χ. το Simit Sarayi (σσ. σε "ελεύθερη μετάφραση" αποδίδεται ως "το παλάτι του κουλουριού").
Διαβάστε σχετικά θέματα:
Κείμενο - Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων.
Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
Wikipedia
Τύπος Εποχής
Φωτογραφίες:
- Όλες οι σύγχρονες φωτογραφίες του αφιερώματος ανήκουν στον γράφοντα το ιστολόγιο και διέπονται από κανόνες πνευματικής ιδιοκτησίας.
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου