Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου όπως και κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μια από τις μεγαλύτερες "πληγές" της καθημερινότητας του Πειραιά υπήρξε η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού αλητοπαίδων, όπως χαρακτηριστικά ονοματίζονταν, οι οποίοι ζούσαν στους δρόμους της πόλεως.
Τα άστεγα αυτά παιδιά, συνήθως αγνώστου προελεύσεως, ζούσαν συνήθως σε ομάδες σε διάφορα σημεία της πόλεως, επιβιώνοντας όπως μπορούσαν, είτε μέσω της καθημερινής επαιτείας, είτε εργαζόμενα σε περιστασιακές δουλειές "του ποδαριού", είτε διαπράττοντας εγκλήματα (μικροκλοπές κτλ.). Συχνά, τα ίδια αυτά άστεγα παιδιά που έβρισκαν νυχτερινά καταλύματα στις μαούνες και τις μπάριζες της ακτής Μιαούλη, στα καρνάγια της ακτής Ξαβερίου, κάτω από τους πάγκους της Κεντρικής Δημοτικής Αγοράς, στα βαγόνια του Λαρισαϊκού σιδηροδρόμου στον σταθμό του Αγίου Διονυσίου ή μέσα σε εγκαταλειμμένα κτίρια, πέφτοντας θύματα επιτηδείων, εμπόρων ναρκωτικών, περιθωριακών στοιχείων, σωματεμπόρων και γενικότερα του υποκόσμου που κυριαρχούσε στο λιμάνι του Πειραιά και στην Τρούμπα.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως στον διαρκώς αναπτυσσόμενο Πειραιά του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, η αθρόα εποικιστική / μεταναστευτική κίνηση που έφερε στο μεγάλο λιμάνι πλήθος ανθρώπων από όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελεύθερου αλλά και του υπόδουλου ελληνικού χώρου προς εύρεση εργασίας, μοιραία έφερε στην πόλη πολλούς ζητιάνους και άεργους κάθε ηλικίας οι οποίοι προτιμούσαν την επαιτεία και την αεργία από την εξεύρεση εργασίας στα εργοστάσια του Πειραιά. Μάλιστα, οι σχετικές αναφορές στο αρνητικό αυτό φαινόμενο δεν απουσιάζουν από τον πειραϊκό Τύπο εκείνης της εποχής.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως στον διαρκώς αναπτυσσόμενο Πειραιά του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, η αθρόα εποικιστική / μεταναστευτική κίνηση που έφερε στο μεγάλο λιμάνι πλήθος ανθρώπων από όλα τα μήκη και τα πλάτη του ελεύθερου αλλά και του υπόδουλου ελληνικού χώρου προς εύρεση εργασίας, μοιραία έφερε στην πόλη πολλούς ζητιάνους και άεργους κάθε ηλικίας οι οποίοι προτιμούσαν την επαιτεία και την αεργία από την εξεύρεση εργασίας στα εργοστάσια του Πειραιά. Μάλιστα, οι σχετικές αναφορές στο αρνητικό αυτό φαινόμενο δεν απουσιάζουν από τον πειραϊκό Τύπο εκείνης της εποχής.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, στον Πειραιά υπήρχαν ήδη διαμορφωμένες η εργατική τάξη, η μεσαία τάξη και η ελίτ των οικονομικά ισχυρότερων (βιομηχάνων, εργοστασιαρχών, πλοιοκτητών κτλ) οι οποίοι συνήθως κατείχαν θέσεις στην τοπική - δημοτική εξουσία. Στα μάτια της "καλής" κοινωνίας των ευπόρων Πειραιωτών, η θέα των χαμινίων του λιμανιού κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν. Ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες της πόλης είχαν συνασπιστεί ώστε να πετύχουν τον περιορισμό των περιθωριακών αυτών στοιχείων, δίχως βεβαίως να ενδιαφέρονται για το πρόβλημα αυτό κάθε αυτό. Εκείνα τα χρόνια, η πλειοψηφία των εν Πειραιεί εργοστασίων και βιομηχανικών της χρυσής περιόδου της "Μαγχεστρίας της Ανατολής" στηρίζονταν στην παιδική εργασία και εκμετάλλευση. Τα παιδιά των δρόμων όμως, τα οποία δεν εργάζονταν τριγυρίζοντας καθημερινά ρακένδυτα στον Πειραιά, θεωρούνταν "απόβλητα" και "χαλούσαν" την αισθητική της πόλης. Άλλωστε, οι παραπάνω λόγοι υπήρξαν κομβικοί για τη δημιουργία τόσο του Ορφανοτροφείου Αρρένων Ελένης Ζαννή κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου όσο και του Ορφανοτροφείου Θηλέων του Ιωάννη Χατζή-Κυριάκου στις αρχές του 20ου αιώνα (σσ. αμφότερα ιδρύματα ιδρύθηκαν και λειτούργησαν με την αρωγή των δημοτικών αρχών και την συνδρομή πλουσίων παραγόντων της πόλης). Αμφότερα τα φιλανθρωπικά αυτά ιδρύματα, πέραν της στέγης, σίτισης και προστασίας που προσέφεραν στα ορφανά παιδιά, τους μάθαιναν συγκεκριμένες χειρωνακτικές τέχνες διαθέτοντας εργαστήρια στα οποία οι τρόφιμοι εργάζονταν από μικρή ηλικία. Την άνοιξη του έτους 1912, στις αίθουσες της Δημοτικής Σχολής Θηλέων της συνοικίας του Βάβουλα έλαβε χώρα επίσημη εκδήλωση, παρουσία εκλεκτού ακροατηρίου, στην οποία αναγγέλθηκε η ανέγερση Ασύλου Αστέγων σε οικόπεδο το οποίο είχε παραχωρηθεί για τον συγκεκριμένο σκοπό από τον Δήμο Πειραιώς.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε πως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Αθήνα και στον Πειραιά, τα φαινόμενα ύπαρξης εκατοντάδων χιλιάδων εργατών δίχως εργασία και κατ'επέκτασην δίχως στέγη και τροφή, δεν υπήρξαν έντονα όπως σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις (λ.χ. Παρίσι, Λονδίνο, Βιέννη, Βερολίνο κτλ.). Στις χώρες της Ευρώπης, το κράτος αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να τελειοποιήσει τα φιλανθρωπικά ιδρύματά του δημιουργώντας άσυλα αλητών, νυχτερινά άσυλα, ορφανοτροφείο, σωφρονιστήρια ανηλίκων κ.α. συναφή με σκοπό την αντιμετώπιση των αναγκών στέγασης, σίτισης αλλά και σωφρονισμού.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, το προαναφερθέν φαινόμενο - πρόβλημα παρέμενε ακόμη άλυτο, όπως μαρτυρά σχετικό ιστορικό τεκμήριο από τον ημερήσιο Τύπο του έτους 1936, στο οποίο εξαγγελλόταν η έναρξη μιας "ωραίας προσπάθειας" για την ίδρυση ενός Ασύλου Αλητών, το οποίο θα φρόντιζε για την συγκέντρωση των αλητοπαίδων που τριγύριζαν ελεύθερα στην πόλη.
Η χρήση του όρου "αλήτης" (σσ. αλήτης εκ του αρχαίου ρήματος ἀλάομαι, ήτοι περιπλανιέμαι) ουδόλως πρέπει να μας ξενίζει καθώς εκείνη την εποχή αποτελούσε έναν κοινότυπο χαρακτηρισμό για τους άστεγους - περιθωριακούς ανθρώπους - στις μέρες μας (21ος αιώνας) ο εν λόγω όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να χαρακτηρίσει τον κακό χαρακτήρα ενός ανθρώπου.
Στην κάτωθι είδηση από τις σελίδες του ημερησίου πειραϊκού Τύπου διαβάζουμε: "Εις ένα υπόστεγον της πλατείας Καραϊσκάκη, εν Πειραιεί, ανευρέθη την πρωίαν νεκρός ο αλήτης Κωνσταντ. Κασάρογλου, ετών 32. Ο θάνατος του προήλθεν από υπερβολική χρήσιν ναρκωτικών."
Αναλόγου περιεχομένου ενδεικτικό ιστορικό τεκμήριο από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 με αναφορά στο θάνατο του αλήτη Δ. Φασολιά, ετών 31, επίσης από υπερβολική χρήση ναρκωτικών:
Το πλήθος των περιπτώσεων θανάτων τοξικομανών στον Πειραιά εκείνων των καιρών (μέσα δεκαετίας 1930) υπήρξε τέτοιο, με την περισυλλογή πτωμάτων από τις προκυμαίες του λιμανιού να αποτελεί καθημερινό φαινόμενο, ώστε ο Διευθυντής της Αστυνομίας Πειραιώς να συνιστά την ίδρυση Ασύλου Τοξικομανών.
Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε πως στον μεταπολεμικό Πειραιά, το Άσυλο αλητών και επαιτών Πειραιώς καταγραφόταν στον αριθμό "2" της οδού Φίλωνος.
Αντί επιλόγου:
Σημεία των καιρών, τότε όπως και σήμερα, η
"εύθικτη" αλλά φιλανθρωπούσα "καλή κοινωνία" νοιαζόταν σχεδόν αποκλειστικά για το "μάντρωμα" των "περιθωριακών"
στοιχείων δίχως ουσιαστικά να επιθυμεί να δώσει ριζική λύση στο ζήτημα. Άλλωστε, είναι πάντοτε πιο εύκολο να παριστάνει κάποιος τον φιλάνθρωπο, παρά να προσπαθήσει να δώσει λύσεις και να συγκρουστεί με πρόσωπα, συμφέροντα και καταστάσεις με σκοπό να αλλάξει τη μοίρα των ανθρώπων. Όπως ακριβώς συνέβαινε πριν από έναν και πλέον αιώνα, στις μέρες μας το πρόβλημα δεν είναι η ύπαρξη αστέγων, περιθωριακών ή/και ναρκομανών αλλά κυρίως η απουσία κρατικών δομών και βεβαίως η αδυναμία / ανοχή του κράτους να εντοπίσει τα πραγματικά αίτια που οδηγούν σε συγκεκριμένες καταστάσεις και συμπεριφορές. Ειδικότερα όσον αφορά το ζήτημα των τοξικομανών, η επιλεκτική και σιωπηρή συναίνεση η οποία ευνοεί την άνθηση των κυκλωμάτων εμπορίας ουσιών μόνο τυχαία δεν μπορεί να θεωρηθεί, καθώς η "κονόμα" είναι μεγάλη και τα
στόματα που "τρώνε" πολλά, από την πολιτική σκηνή μέχρι την αστυνομία και τις
δικαστικές αρχές και, από τους μεγαλοεπιχειρηματίες μέχρι και το τελευταίο
ντίλερ - "βαποράκι".
Κείμενο - Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων. Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
- Τύπος Εποχής
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου