Μέχρι τα χρόνια της εκρήξεως της εθνικό-απελευθερωτικής Επανάστασης του 1821, ερημιά απλωνόταν στην άλλοτε μεγάλη και ένδοξη πόλη του Πειραιά όπου υπήρχαν μονάχα η μικρή Μονή του Αγίου Σπυρίδωνος, σημερινού Προστάτου Αγίου της πόλεως περίπου στο σημείο όπου βρίσκεται ο σύγχρονος ιερός ναός, ένας τούρκικος πύργος σε υψηλότερο σημείο της πόλεως όπου κατοικούσαν Οθωμανοί στρατιώτες οι οποίοι ειδοποιούσαν τους αντίστοιχους Οθωμανούς συναδέλφους τους που βρίσκονταν στην Ακρόπολη των Αθηνών κάθε φορά που στον ορίζοντα εμφανίζονταν πειρατικά πλοία, ένα ξύλινο αποσαθρωμένο παράπηγμα όπου κατοικούσε ο Τούρκος τελωνειακός υπάλληλος, έξι αλιείς, οι δώδεκα καλόγεροι της προαναφερθείσας Μονής και τέλος η μικρή οικία του Καϋράκ, πλησίον του σημείου όπου η σύγχρονη πλατεία Καραΐσκάκη, στην οποία κατοικούσε ο προαναφερόμενος Γάλλος έμπορος μαζί με την αδελφή του και κάποια φίλη της - σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία του Γάλλου συγγραφέα, πολιτικού, διπλωμάτη και ιστορικού François-René de Chateaubriand στο βιβλίο "Itinéraire de Paris à Jérusalem" ("Ταξίδι από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ") το οποίο εκδόθηκε το 1811. Στο εν λόγω βιβλίο, ο Chateaubriand (εξελληνισμένα: Σατωβριάνδος) περιέγραφε τις εντυπώσεις του από το πέρασμά του από την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο και τις ακτές της Βόρειας Αφρικής κατά τα έτη 1806 και 1807. Για το πέρασμά του από τον Πειραιά, ο Chateaubriand με σχετική θλίψη επισημαίνει στο βιβλίο του πως "αντί για τα μεγαλοπρεπή ναυπηγεία της αρχαιότητας όπου βρίσκονταν οι τριήρεις, τις αγορές και την σπουδαία πόλη, στον Πειραιά δεν υπήρχε πλέον παρά μόνο μια Μονή και ένα μικρό μαγαζί", περιγράφοντας την κατάσταση ως αξιοδάκρυτη. Ομοίως, σε άλλο σημείο του ιδίου βιβλίου ο Σατωβριάνδος γράφει "καταπλεύσαμε στους τρεις λιμένες και συναντήσαμε μονάχα ερημιά. Εντός των τριών αυτών λιμένων δεν παρατηρήσαμε ούτε μια λέμβο. Αντί παντός άλλου θεάματος, ενώπιόν μας υπήρχαν μόνο ερείπια, βράχοι και η θάλασσα και αντί οποιουδήποτε ήχου, ακούγονταν μονάχα οι φωνές των γλάρων και ο ψίθυρος των κυμάτων τα οποία έσκαγαν πάνω στον τάφο του Θεμιστοκλή". Αξιοσημείωτο βέβαια είναι το γεγονός πως σε έτερο σημείο του βιβλίου του, αναφερόμενος στις εν Αθήναις εντυπώσεις του, ο Chateaubriand τόνιζε πως από το Μνημείο του Φιλοπάππου παρατήρησε τα ερείπια του θεάτρου του Βάκχου, την ξερή κοίτη του Ιλισού, τη θάλασσα χωρίς πλοία και τους λιμένες του Φαλήρου, της Μουνιχίας και του Πειραιώς έρημους.
Η προαναφερόμενη ερήμωση αποτέλεσε κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τόπου καθ'όλα τα έτη του απελευθερωτικού Αγώνα. Βέβαια, στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε πως κατά το έτος 1824 υπήρξε μια απόπειρα εκ μέρους της τότε Κυβερνήσεως να κατοικηθεί ο Πειραιεύς από κατοίκους των Ψαρών οι οποίοι είχαν διασκορπιστεί σε διάφορα σημεία μετά την Καταστροφή της νήσου τους τον Ιούνιο του 1824. Η σκέψη αυτή όμως απέτυχε και δεν υλοποιήθηκε κυρίως λόγω της ασυμφωνίας διαφόρων Αθηναίων μεγαλοκτηματιών και κατόχων μεγάλων εκτάσεων του Πειραιώς. Πάντως, μετά την οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Αττική το 1827, η προνομιούχος γεωγραφική θέση του Πειραιά και ο ασφαλής λιμένας αυτού άρχισαν να προκαλούν το ενδιαφέρον των ασχολούμενων με το εμπόριο και τη ναυτιλία, προσελκύοντας μάλιστα και κάποιους λιγοστούς νέους οικιστές. Παρόλο που ο Πειραιάς δε διέθετε πολλούς μόνιμους οικιστές, είχε πολλούς περαστικούς οι οποίοι αναγκαστικά, στο δρόμο τους προς την Αθήνα, περνούσαν από τον Πειραιά. Για την εξυπηρέτηση μάλιστα των συγκεκριμένων διαβατών, ο Πειραιάς απέκτησε ορισμένα ξύλινα παραπήγματα στο σημείο όπου αργότερα οικοδομήθηκε η Κεντρική Δημοτική Αγορά της πόλεως, στα οποία παρέμεναν προσωρινώς οι ξένοι και οι περαστικοί από τον Πειραιά περιμένοντας τους αμαξηλάτες με τις φουστανέλες και τα κοντοβράκια να τους μεταφέρουν στην Αθήνα.
Μετά την οριστική αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την απελευθέρωση της Ελλάδος, ο Πειραιάς συνέχισε να παραμένει στην ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση. Όμως, η μεταφορά της Πρωτεύουσας του Κράτους από το Ναύπλιο στην Αθήνα, όπως αυτή αποφασίστηκε την 18η Σεπτεμβρίου του 1834, λαμβάνοντας επίσημα χώρα την 10η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, κατέστησε τον Πειραιά επίνειο της πρωτεύουσας Αθήνας. Με βάση τα νέα δεδομένα, την 1η Οκτωβρίου του 1835 βάσει του Βασιλικού Διατάγματος της 1η Οκτωβρίου του 1835 "περί σχηματισμού των Δήμων της Αττικής", θεωρήθηκε δίκαιο και απαραίτητο να ανακηρυχθεί κατ' εξαίρεση ο Πειραιάς ως Δήμος Τρίτης Τάξεως ως "νεωστί σχηματιζόμενος", βάσει του άρθρου 5 του Νόμου της 27ης Δεκεμβρίου του 1833, κατόπιν σχετικής αιτήσεως που κατέθεσαν 40 περίπου κτηματίες και κάτοικοι της περιοχής με επικεφαλής τους Κυριάκο Σερφιώτη και Κωνσταντίνο Σκυλίτση, παρόλο που δεν πληρούσε ακριβώς τα απαιτούμενα εκ του Νόμου πληθυσμιακά δεδομένα, με το σκεπτικό όμως πως σύντομα θα εποικιζόταν με νέους κατοίκους.
Ο Πειραιεύς των αρχών της δεκαετίας του 1830:
Ο Πειραιεύς των αρχών της δεκαετίας του 1830:

Οι πρώτοι οικιστές του υπό αναγέννηση Πειραιά υπήρξαν Υδραίοι και Σπετσιώτες ναυτικοί, Χίοι ασχολούμενοι με το εμπόριο και τη γεωργία καθώς και Πελοποννήσιοι. Το Κράτος παρείχε όλες τις δυνατές ευκολίες για την προσέλκυση και εγκατάσταση νέων κατοίκων στον Πειραιά, παρέχοντας μάλιστα εθνική γη στους νέους εποίκους. Έτσι λοιπόν οι Χίοι εγκαταστάθηκαν προς βορράν, στη θέση Κηπόπεδα σχηματίζοντας σταδιακά τον συνοικισμό των Χίων ενώ οι Υδραίοι εγκαταστάθηκαν παρά την παραλία, από το ύψος της σημερινής οδού Δευτέρας Μεραρχίας και προς τη μεσημβρινή πλευρά του Πειραιά, δημιουργώντας την υδραϊκή συνοικία. Οι πρώτες οικίες του Πειραιά οικοδομήθηκαν μεταξύ του σημείου όπου σήμερα βρίσκεται ο ιερός ναός του Αγίου Σπυρίδωνος μέχρι του σημείου όπου βρίσκεται ο ιερός ναός του Αγίου Νικολάου και δεν επεκτείνονταν προς ανατολάς περισσότερο από το όριο της σημερινής λεωφόρου Ηρώων Πολυτεχνείου (αρχικά λεωφόρος Σωκράτους, μετέπειτα λεωφόρος Βασιλέως Κωνσταντίνου).
Ποιος υπήρξε ο πρώτος οικιστής του υπό επαναθεμελίωση Πειραιώς δεν είναι εξακριβωμένο. Το μόνο που είναι γνωστό στους παλαιούς Πειραιείς είναι πως στο Νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου υπήρχε ο οικογενειακός τάφος της πειραϊκής οικογένειας Τζελέπη, επί της επιτύμβιας πλάκας του οποίου βρισκόταν χαραγμένο το εξής οκτάστιχο ποίημα το οποίο αποδίδεται στον φουστανελοφόρο ποιητή του 19ου αιώνα Γεώργιο Παράσχο (Χίος 1822 – Αθήνα 1886) ο οποίος φέρεται να "κατέβαινε" από την Αθήνα στον Πειραιά και πιο συγκεκριμένα στο καφενείο του Τζελέπη θαυμάζοντας το λιμάνι συνοδεία του ναργιλέ του:
"Ω διαβάτα πρόσεχε,
Στον τάφον όπου βλέπεις,
Κοιμάται και αναπαύεται
Αφήσας την Πατρίδα του,
Θατταλομαγνησίαν.
Αυτός την πρώτην έκτισε,
εν Πειραιεί οικίαν."
Για την ιστορία, το παραπάνω ποίημα, αργότερα, συμπληρώθηκε με το κάτωθι μάλλον κακόζηλο και κακότεχνο δίστιχο ο οποίος αφορούσε τη σύζυγο του Γιαννακού Τζελέπη:
Εν μέσω τόπου χλοερού
Και η σύζυγός του η Φλωρού.
Γενικότερα έχει επικρατήσει η αντίληψη πως ο Γιαννακός Τζελέπης υπήρξε "ο πρώτος οικιστής του Πειραιά", κτίζοντας την οικία του μετά καφενείου / πανδοχείου επί της ακτής (σσ. το οποίο καταγράφεται στο κάτωθι χαρακτικό/γκραβούρα εποχής) η οποία έλαβε μεταγενέστερα το όνομά του (ακτή Τζελέπη), παρόλο που το παραπάνω δεν είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο και τεκμηριωμένο, καθώς προ του Τζελέπη υπήρχε ο προαναφερόμενος συνοικισμός των ξύλινων παραπηγμάτων στον οποίο διέμεναν μόνιμα κάποιοι αμαξηλάτες. Συνήθως, μαζί με το ονοματεπώνυμο του Γιαννακού Τζελέπη, καταγράφονται και τα ονόματα των αδελφών του, του Νικολάου και του Αναστάσιου (κατ'άλλους Αυγέρη), όπως επίσης εκείνα των Ιωάννη Κατελούζου και Σπυρίδωνος Δίπλαρη, ως των πρώτων εκείνων μονίμων κατοίκων του Πειραιώς στα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Ανεξάρτητα πάντως με τα παραπάνω, ο Γιαννακός Τζελέπης, ο οποίος όπως χαρακτηριστικά τονιζόταν "πρώτος αυτός ανήγειρε οικίαν εκλεκτήν", παραμένει μέχρι τις ημέρες μας ο πλέον γνωστός επώνυμος πρώτος οικιστής του Πειραιά.
Ανεξάρτητα πάντως με τα παραπάνω, ο Γιαννακός Τζελέπης, ο οποίος όπως χαρακτηριστικά τονιζόταν "πρώτος αυτός ανήγειρε οικίαν εκλεκτήν", παραμένει μέχρι τις ημέρες μας ο πλέον γνωστός επώνυμος πρώτος οικιστής του Πειραιά.

Επιστρέφοντας στα της ιδρύσεως του Δήμου Πειραιώς, μετά την ανακήρυξη του Πειραιά ως Δήμου, στις 14 Δεκεμβρίου του 1835 διεξήχθησαν οι πρώτες Δημοτικές Εκλογές με το ιδιότυπο τότε ισχύων σύστημα εκλογής των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης από τις οποίες εξελέγησαν απ'ευθείας από το λαό ως Δημοτικοί Σύμβουλοι οι Κυριάκος Σερφιώτης, Εμμανουήλ Δεικτάκης, Εμμανουήλ Μεστανεύς, Γεώργιος Λαμπρινίδης, Βασίλειος Ν. Αργαστηριάρης, Ιωάννης Δ. Δράκος, Γεώργιος Παπαδόπουλος και Ισιδ. Πούρπουρας. Σύμφωνα με το ισχύων τότε άρθρο 76 του Νόμου της 27ης Δεκεμβρίου του 1833, ο Δήμαρχος - σε αντίθεση με τους δημοτικούς συμβούλους - δεν εκλεγόταν απ'ευθείας από τους δημότες αλλά διοριζόταν κατόπιν υποδείξεως μιας εκλογικής συνέλευσης η οποία ονομαζόταν Δημαιρεσιακόν Συμβούλιον. Διαμέσου αυτής της διαδικασίας, πρώτος Δήμαρχος Πειραιώς, υπό του Βασιλέως Όθωνος (επί της ουσίας υπό της Αντιβασιλείας), άνευ εκλογής, διορίστηκε απ'ευθείας ο Κυριάκος Σερφιώτης, ο οποίος μετά των εκλεγέντων δημοτικών συμβούλων Εμμανουήλ Δεικτάκη, Εμμανουήλ Μεστανέως, Γεωργίου Λαμπρινίδου, Βασιλείου Ν. Αργαστηριάρη, Ιωάννη Δ. Δράκου, Γεωργίου Παπαδόπουλου, Αθάν. Σίνου και Ισιδ. Πούρπουρα ορκίστηκαν στις 23 Δεκεμβρίου του 1833, στη Βασιλική του ημιερειπωμένου μικρού ιερού ναού της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, η οποία βρισκόταν στην ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση απόρροια του βομβαρδισμού της υπό του Άστιγγος δια του ελληνικού πολεμικού πλοίου "Καρτερία", τον Απρίλιο του έτους 1827, κατά τη διάρκεια της σχετικής πολιορκίας της Μονής στην οποία είχαν οχυρωθεί 300 περίπου Τουρκαλβανοί.
Ο πρώτος Δήμαρχος του Πειραιά, Κυριάκος Σερφιώτης:
Ο πρώτος Δήμαρχος του Πειραιά, Κυριάκος Σερφιώτης:

Μετά την ορκωμοσία των πρώτων δημοτικών αρχόντων του Πειραιώς, την ίδια ημέρα, στις 23 Δεκεμβρίου του 1835, συνήλθε το πρώτο Δημοτικό Συμβούλιο, εντός του ιερού ναού του Αγίου Σπυρίδωνος, προβαίνοντας σε αρχαιρεσίες και διάφορες άλλες επείγουσες πράξεις και διορισμούς, με σκοπό να εκκινήσει η λειτουργία της διοικήσεως του Δήμου Πειραιώς. Πιο συγκεκριμένα, στο πρώτο εκείνο Δημοτικό Συμβούλιο της 23ης Δεκεμβρίου του έτους 1835, ο Κωνσταντίνος Σκυλίτσης ορίστηκε δημαρχιακός πάρεδρος (σσ. αντιδήμαρχος επί της ουσίας), ο Εμμανουήλ Δεικτάκης ορίστηκε Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ενώ συζητήθηκαν ο διορισμός κλητήρων, η τακτοποίηση της αγορανομίας, η διεύθυνση των αστυνομικών καθηκόντων καθώς και το θέμα της ενοικιάσεως δημαρχιακού καταστήματος με αποτέλεσμα να αποφασιστεί ο διορισμός του Νικολάου Β. Κουφού ως κλητήρα του δημαρχιακού καταστήματος, ενώ οι Δημήτριος Τζινιάς και Ιάκωβος Αποστολάκης διορίστηκαν αστυνομικοί κλητήρες με μηνιαίο μισθό σαράντα δραχμών. Επίσης, επί των αγορανομικών και αστυνομικών θεμάτων διορίστηκε προσωρινώς οι δημοτικοί σύμβουλοι Ιωάννης Δράκος και Γεώργιος Λαμπρινίδης ενώ η οικία του προαναφερόμενου Εμμανουήλ Δεικτάκη, η οποία βρισκόταν παραπλεύρως της προαναφερόμενης οικίας του Γιαννακού Τζελέπη, επί της σημερινής πλατείας Καραΐσκάκη σε σημείο όπου δεν υπήρχαν έλη (σσ. όλη η περιοχή από την πλατεία Καραϊσκάκη μέχρι την οδό Τσαμαδού ήταν ελώδης), ορίστηκε προσωρινά ως κατάλυμα της νέας δημοτικής αρχής - ελλείψει Δημαρχιακού Μεγάρου.

Κάπως έτσι ξεκίνησε και επίσημα η ιστορία της αναγέννησης του Πειραιά ουσιαστικά από το μηδέν.
Διαβάστε σχετικά θέματα:
Κείμενο - Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας, προσωπικής εργασίας και προσωπικών εκτιμήσεων. Στοιχεία και πληροφορίες ελήφθησαν από τις κάτωθι πηγές:
- "Ο Πειραιεύς και οι Δήμαρχοι της Α' Εκατονταετηρίδος", Δημητρίου Θ. Σπηλιωτόπουλου, Πειραιεύς, 1939
- "Πειραιάς 1835-2005, Το χρονικό μιας πολιτείας", Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης, Πειραιάς 2005
- Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
- Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
Εν τω νεκροταφείω Πειραιώς, επί τινος τάφου, αναγινώσκεται το εξής επιτύμβιον:
ΑπάντησηΔιαγραφήΕδώ εις τούτον, άνθρωπε, τον τάφον όπου βλέπεις
Εν μέσω τόπου θλιβερού,
Κοιμάται, αναπαύεται, ο Γιαννακός Τσελέπης
Κ’ η Σύζυγός του η Φλωρού.
Αφήσας την πατρίδα του Θετταλομαγνησίαν
Με σίδηρον ωπλίσθη,
Κ’ εις της επαναστάσεως την ζάλην την αγρίαν
Ενδόξως ηγωνίσθη.
Κατόπιν εις του Πειραιώς την γην οικοδομήσας
Πρώτος οικίαν εκλεκτήν,
Και μετά της συζύγου του ένδεκα χρόνους ζήσας
Διέπρεπεν εις αρετήν.
Την σύζυγόν του έξαφνα ο Θάνατος φρυάττων
Αφήρπασεν ως θύμα∙
Την ηκολούθησεν ευθύς και τώρα τα οστά των
Κοιμώνται σ’ ένα μνήμα.
Τον τάφον όπου κείτεται αυτός και η πιστή του,
Εγείρουν μετά στεναγμών,
Νικόλαος κι’ Αυγέρης, οι ζώντες αδελφοί του,
Εις την κοιλάδα των κλαυθμών.
[ΕΣΤΙΑ, αρ. 114 (5/3/1878): σελ. 160]
Εξαιρετικό.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ θερμά.